Νοέ 25, 2020 Κινηματογράφος 0
γράφει ο Γιάννης Φραγκούλης
Έχοντας δει τις περισσότερες ταινίες του 43ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, μπορούμε να έχουμε μία σφαιρική άποψη για αυτή τη διοργάνωσή του που έγινε με πολύ αντίξοες συνθήκες. Το Φεστιβάλ είχε την τύχη να γίνει στη χρονική στιγμή που η επιδημία δεν ήταν στα φόρτε της -αν αυτό είναι αλήθεια- άρα έγινε και ζωντανά, με αυστηρά μέτρα προφύλαξης, και από το διαδίκτυο. Για λόγους ασφάλειας προτίμησα το δεύτερο τρόπο. Να σημειώσουμε ακόμα ότι ήταν η πρώτη διοργάνωση αυτού του Φεστιβάλ μετά τον πρόωρο θάνατο του Αντώνη Παπαδόπουλου, του τελευταίου καλλιτεχνικού διευθυντή του.
Να πούμε, πρώτα απ’όλα, ότι το επίπεδο των ταινιών ήταν σχετικά υψηλό. Αναφερόμαστε κυρίως στις ελληνικές ταινίες, αφού η επιλογή αυτών που έρχονται από άλλες χώρες γίνεται από ένα πολύ μεγάλο αριθμό, άρα η υψηλή ποιότητά τους είναι δεδομένη. Αν, λοιπόν, οι ελληνικές ταινίες συναγωνίζονται ισάξια στην ποιότητα τις άλλες, τότε αυτό, με απλά λόγια σημαίνει ότι ο ελληνικός κινηματογράφος έχει ποιοτική άνοδο. Σε αυτό το συλλογισμό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τον τρόπο που αυτές οι ταινίες έχουν παραχθεί.
Στην κυριολεξία, στην Ελλάδα η παραγωγή μιας ταινίας είναι ηρωική πράξη. Μπορεί αυτό κάποιος να το διαπιστώσει αν δει τον αριθμό των συντελεστών -τεχνικών, ηθοποιών, συμβούλων κ.λπ.- σε μία ταινία που έρχεται από άλλη χώρα και σε μία ελληνική. Καταλαβαίνει άμεσα ότι έχουμε να κάνουμε με μία ενέργεια λίγων ανθρώπων που θέλουν πολύ να παράξουν αυτό που τους ευχαριστεί που είναι, ουσιαστικά ανάγκη τους ψυχολογική, ηθική και αξιακή. Αν, σε αυτή τη διαπίστωση, προσθέσουμε και την αδιαφορία του κράτους, των θεσμών του, τότε θα συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του ηρωισμού. Οι ταινίες μικρού μήκους, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση στην ταινία μικρού μήκους. Οι μηχανισμοί παραγωγής θεωρούν ότι αυτή δεν μπορεί να είναι ανταποδοτική και, κατά συνέπεια, οι περισσότερες παραγωγές είναι ιδιωτικές, με δικά τους κεφάλαια. Θα πρέπει να εστιάσουμε, όμως, σε μία ειδική κατηγορία, στη σπουδαστική ταινία. Σε αυτή ο σκηνοθέτης κάνει το πρώτο του βήμα και είναι πολύ ενδιαφέρον να δει κάποιος ποιο είναι αυτό. Παράλληλα είναι μία όμορφη χειρονομία να δείξεις αυτές τις δουλειές στο κοινό, να συστήσεις, για να το πούμε πιο απλά, αυτούς τους κινηματογραφιστές και τη δουλειά τους στο κινηματογραφόφιλο κοινό της Ελλάδας.
Δεν μπορώ, λοιπόν, να καταλάβω για ποιο λόγο δεν προβλήθηκαν όλες οι ελληνικές ταινίες μικρού μήκους, πρόσφατης παραγωγής, με τους αναγκαίους, γνωστούς και απαραίτητους περιορισμούς -όπως συνέβαινε μέχρι σήμερα- και σχεδόν καμία ταινία σπουδαστική. Παρακολουθώντας αυτό το Φεστιβάλ από το 1992, σχεδόν ανελλιπώς, και έχοντας στο μυαλό μου ότι στη Δράμα μελετώ τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, στην εξέλιξή του, είναι λογικό κάτι να έσπασε μέσα μου. Αυτό το κάτι είναι η αναγκαιότητα πλέον αυτού του Φεστιβάλ, για τα ελληνικά δρώμενα, και ίσως η αντικατάστασή του με άλλο που δείχνει όλες αυτές τις δουλειές ή η ανάγκη της δημιουργίας ενός εθνικού πλέον φεστιβάλ που δε θα υπακούει σε παράξενους αποκλεισμούς, αν αυτό το Φεστιβάλ συνεχίσει αυτή την περίεργη λογική.
Μετά από αυτές τις γενικές σκέψεις, μπορούμε να αναφερθούμε σε κάποιες ταινίες, κυρίως στις ελληνικές, σε αυτές που ξεχώρισαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σε αυτές τις ταινίες έχουμε αναφερθεί στα σημειώματά μας, στην αναλυτική αναφορά μας, εδώ όμως θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα διάγραμμα που θα είναι αυτή η εικόνα που κρατάμε από το Φεστιβάλ.
Η πολύ καλή αισθητική, η λιτή αφήγηση και οι πολύ όμορφη συμβολισμοί είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ταινία «Mare nostrum», του Δημήτρη Αναγνώστου. Η ταινία αυτή θα μπορούσε να γίνει μία ταινία μεγάλου μήκους, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της έχει όλα τα προσόντα να κάνει αυτό το εγχείρημα. Βαδίζει στο δρόμο του ποιητικού κινηματογράφου με συνέπεια. Η ταινία «Άγρια Δύση», της Δέσποινας Κούρτη, είναι μία γλυκιά αφήγηση, στο επίκεντρο της οποίας είναι τα άτομα μεγάλης ηλικίας και η θέλησή τους να ζήσουν αξιοπρεπώς. Ελλειπτική αφήγηση, θα ήθελε όμως κάποιες συμβολικές αναφορές για να πιάσει αυτά τα μικρά στοιχεία, στον ψυχισμό όλων των ανθρώπων.
Ο Σταύρος Μαρκουλάκης, με την ταινία «Madonna F64.0», μας βάζει στον κόσμο των ατόμων που θέλουν αλλάξουν φύλο, στις αντιξοότητες που ζουν στο οικείο περιβάλλον τους, με απλό και ρεαλιστικό τρόπο που αφήνει ένα παράθυρο στη σύνδεση των αφηγηματικών του στοιχείων με αυτά τα θέματα που, ενδεχομένως, δοκιμάζουν τον ψυχικό κόσμο του κάθε ανθρώπου. Η Βίβιαν Παπαγεωργίου, στην ταινία «Χάνσελ», αναδομεί τον παραδοσιακό μύθο δίνοντας του μία άλλη μορφή. Η ενδοοικογενειακή βία είναι το θέμα, το τραύμα που εγγράφεται στο ασυνείδητο, ο τρόπος αντιμετώπισής του. Η σκηνοθέτης, που έχει κάνει και το σενάριο, χρησιμοποιεί με πολύ όμορφο τρόπο τα συμβολικά στοιχεία που τα αλλάζει, με πολύ μικρές αφηγηματικές κινήσεις, δίνοντας μία εικόνα με την οποία, μοιραία, έρχεται αντιμέτωπος ο θεατής στη σύγχρονή μας κοινωνία.
«Φυσαρμόνικα μαν», είναι η ταινία του Αλέξανδρου Σκούρα. Στο κέντρο της αφήγησης ένας χωρισμένος πατέρας βουτηγμένος μέσα στην υστερία. Απαγάγει το παιδί του, όταν τα λεφτά του τελειώνουν καλεί την αστυνομία και εξαφανίζεται. Η αφήγησή του έχει δυναμική, αλλά θα ήθελε μία πιο βαθιά ανάλυση για να μπει στο πυρήνα του ψυχικού τραύματος αυτού του ευαίσθητου πατέρα, όμως τραυματικού και, εν πολλοίς, παραβατικού. Ο Θανάσης Τρουμπούκης θα φέρει την ταινία του «Dear Joel» και θα μας βάλει μέσα στο αφήγημα των μεταναστών που καταφεύγουν κυνηγημένοι στη Δύση. Το βλέμμα του είναι πολύ ευαίσθητο, αφήνει να μιλήσει ο λόγος αυτών που, με χυδαίο τρόπο, κάποιοι τους λένε «λαθρομετανάστες». Το συναίσθημα βγαίνει προοδευτικά και, στο τέλος, είναι μία εκρηκτική δύναμη που θέλει να σπάσει τα στεγανά του φοβικού δυτικού ανθρώπου και να δείξει το ιερό του δράματος αυτών των ανθρώπων.
Ο Μάριος Ψαράς, με την ταινία «Η κλήση», μπαίνει στον κόσμο των τρανς. Η κάμερα με αντικειμενικό τρόπο παρακολουθεί το δράμα αυτού του ανθρώπου που δομείται από αυτά τα στοιχεία που ο λόγος του δίνει και αυτά που εννοούνται, οι απαντήσεις του αδελφού του. Η κάμερα πλησιάζει μόνο όταν έχει δομηθεί το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας, μπορεί πλέον να δώσει μία ταύτιση με το θεατή, να βγάλει, με εκρηκτικό τρόπο το συναίσθημα. Η ταινία της Βαρβάρας Δούκα, «Χαμάμ», προσπαθεί και τα καταφέρνει να συνοψίσει ένα μεγάλο μέρος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αναδεικνύοντας το δράμα στο κοινωνικό, στο ατομικό και στο οικογενειακό πεδίο. Πολύ συμπυκνωμένος ο λόγος της, υπονοεί και αφήνει το θεατή να συμπληρώσει τα κενά. Θα πούμε όμως, και σε αυτή την περίπτωση, ότι αυτή η ταινία θα μπορούσε να ήταν μία ταινία μεγάλου μήκους, είχε όλη αυτή τη δομή που θα μπορούσε να φτιάξει μία δεμένη, όμορφη και συναισθηματικά φορτισμένη ταινία μεγάλου μήκους. Να περιμένουμε κάτι στο μέλλον από τη σκηνοθέτη;
Η Ζακλίν Λέντζου, με την ταινία «Το τέλος του πόνου (μία πρόταση)», θα κάνει την έκπληξη. Μία ταινία ποιητική, με ελλειπτική αφήγηση, τα αφηγηματικά σημεία της είναι κουκίδες που δεν είναι τόσο συνδεδεμένες μεταξύ τους, τόσο όμως ενωμένες που αφήνουν μία αυστηρά δομημένη εικόνα, αλλά και ελλείψεις που ο θεατής θα συμπληρώσει για να φτιάξει μία δική του αφήγηση, αυστηρά προσωπική, που θα συμπληρώσει αυτή της ταινίας, εδώ ο άνθρωπος είναι ένα μικρό σημείο του σύμπαντος, αυτού με το οποίο, με έναν παράξενο τρόπο, επικοινωνεί, για να μπορέσει να μπει στη διαδικασία να ψάξει και να βρει τον εαυτό του. Ο πόνος είναι το συναίσθημα που θα τον καθοδηγεί να φτάσει στον πυρήνα του τραύματός του. Να σταθεί εκεί, μόνος με τον εαυτό του, στο δωμάτιο που στην ταινία «Stalker», του Αντρέι Ταρκόφσκι, δεν μπόρεσε να ανοίξει την πόρτα του. Να δει τον εαυτό του και… Αυτό το «και» που αφήνει πολλά πράγματα να εννοηθούν είναι η απίστευτη δύναμη της ταινίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος σαν αξιακό σύστημα και ψυχικός κόσμος ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος πολλών από τις ταινίες που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα, κοινωνικού περιορισμού, υπό πολλές και διαφορετικές εκφράσεις, αξιακής συγκρότησης και ερωτικού προσδιορισμού, είναι τα πιο συνήθη θέματα στις ταινίες των Ελλήνων σκηνοθετών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι θεματολογίες προσεγγίζουν πλέον την επικαιρότητα της ελληνικής και παγκόσμιας κοινωνίας.
Δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξέλιξη της αφήγησης είναι η πιο αποτελεσματική. Στις περισσότερες φορές οι αφηγηματικές δομές δεν είναι οι πιο καλά δομημένες, με αποτέλεσμα αυτές οι ταινίες να χάνουν σε δύναμη και σε συναισθηματική απεικόνιση. Πιθανόν αυτό το θέμα, ως δομή, να μην είναι πολύ οικείο στους σκηνοθέτες και στους σεναριογράφους αυτών των ταινιών. Σε κάποιες όμως, όπως αναφέρουμε σε αυτό το κείμενο και σε αυτά που έχουμε γράψει, κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ, δείχνουμε ότι κάποιες ταινίες ξεχωρίζουν, ορισμένες φτάνουν στο σημείο να μιλάμε για σπουδαίες δουλειές που θα τις κρατήσουμε για το μέλλον.
Η ελληνική κινηματογραφία μπορούμε να πούμε ότι εξελίσσεται όσο μπορεί, με δεδομένο ότι οι δομές που θα βοηθούσαν αυτή την εξέλιξη, ειδικά από το ελληνικό Κράτος, είναι παντελώς απούσες. Κατά συνέπεια, η οποιαδήποτε εξέλιξη γίνεται χωρίς κάποια συνάφεια ή, έστω, έναν προγραμματισμό που έχει να κάνει με την παραγωγή, αλλά με τις ευαισθησίες και τα ενδιαφέροντα, περισσότερο, των σκηνοθετών, μία ροή αποκομμένη από την παραγωγή του οπτικοακουστικού τομέα που οδηγεί σε απομονωμένες κινήσεις και σε αδιέξοδες καταστάσεις.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ
Σεπ 14, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 07, 2024 0
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Νοέ 12, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 03, 2024 0
Νοέ 01, 2024 0
Νοέ 01, 2024 1
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη