Μάι 11, 2017 Κινηματογράφος 0
Ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να ανοίξει μία μεγάλη κουβέντα για την πολιτική και την ηθική της; Ο Τζόσουα Οπενχάιμερ κατάγεται από την Αμερική, ζει όμως και εργάζεται στη Δανία. Βάζει την κάμερά του να δείξει το πρόβλημα και να μας το παρουσιάσει έτσι όπως είναι. Ακόμη μία φορά η βία και οι φόνοι έχουν τον πρώτο λόγο, ακόμη μία φορά η πραγματικότητα εμφανίζεται ως μυθοπλασία, μέσα από το μοντάζ. Τελικά, αυτή η ταινία είναι η δεύτερη αυτού του σκηνοθέτη που προτείνεται για Όσκαρ. Η δύναμη της ταινίας είναι στην ωμή αφήγηση και στην πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας. Να σημειωθεί ότι ένας από τους συντελεστές, στη σκηνοθεσία και τη φωτογραφία, ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του, επειδή φοβόταν για τη ζωή του.
«Όλοι οι εγκληματίες τιμωρούνται, αν έχουν σκοτώσει αρκετούς ανθρώπους, με τους ήχους της τρομπέτας», αυτά τα λόγια του Βολταίρου σηματοδοτούν την αρχή της ταινίας. Μας δείχνει τον κίνδυνο να πλησιάσουμε ένα γιγαντιαίο ψάρι. Ένας μαύρος παπάς και ένας άντρας με μία φορεσιά μπλε ηλεκτρίκ, κανονίζουν μία εκστατική τελετή, στην άκρη ενός καταρράκτη. Η σκηνοθετική οδηγία τους λέει να χαμογελούν, να μην αφήσουν την κάμερα να αποτυπώσει την κακή πλευρά τους. Η ταινία τελειώνει με τον ήχο που μας δίνει την αίσθηση της αναπνοής των βασανισμένων ψυχών, μία απαίσια, σφυριχτή, εμετική βοή, όπως ενός αναστατωμένου δαίμονα που στριφογυρνά σε ένα εύθραυστο σώμα. Στο ενδιάμεσο πιάνουμε τον εαυτό μας να έχουμε βυθισθεί σε μία άβυσσο στην οποία ο ανείπωτος τρόμος και η μεγάλη τρέλα συγκατοικούν, το ντοκουμέντο και η μυθοπλασία συνυπάρχουν σε ένα θρυμματισμένο πεδίο.
Στα ίχνη ενός αποτυχημένου πραξικοπήματος στην Ινδονησία στα μέσα της δεκαετίας του 1960 περισσότερο από ένα εκατομμύριο άνθρωποι σκοτώθηκαν σε αιματηρές αντικομμουνιστικές σφαγές. Πολλοί από τους φόνους και από τις διώξεις που ακολούθησαν έγιναν από γκάγκστερ που όχι μόνο δε διώχθηκαν, αλλά αναδείχθηκαν ως τοπικοί ήρωες. Στην προσπάθεια να καταλάβει αυτές τις επακόλουθες συνέπειες αυτών των ατιμώρητων φρικαλεοτήτων, ο Joshua Oppenheimer όχι μόνο πήρε συνεντεύξεις από αυτούς του δολοφόνους -των οποίων οι πράξεις δεν έμειναν κρυφές-, αλλά τους ζήτησε να αναπαραστήσουν αυτές τις δραματικές πράξεις τους που δε χαρακτηρίσθηκαν ως εγκληματικές, να δημιουργήσουν αναπαραστατικές σκηνές για αυτούς τους φόνους με τον τρόπο που αυτοί ήθελαν. Ο τίτλος «The act of killing» ενσωματώνει αυτό το δυισμό, όχι μόνο εξετάζοντας την ανυπόφορη πραγματικότητα του φόνου, αλλά, πολύ περισσότερο, αναδομώντας αυτές τις αφηγήσεις. Όπως και στην ταινία «Man bites dog», θα δούμε στις δύο ώρες ανέκδοτα για τις μαζικές δολοφονίες, επιστρέφοντας με φαιδρό τρόπο στο αιματοβαμμένο παρελθόν με τέτοιο τρόπο που να είναι αυτός τόσο σουρεαλιστικός όσο και, δυστυχώς, οικείος.
«Ήταν σα να σκοτώναμε… χαρούμενα», λέει ο ηλικιωμένος Anwar Congo, αναφερόμενος στις ένδοξες μέρες της νόμιμης σφαγής, δείχνοντας τον πολύ εύκολο τρόπο να στραγγαλίσεις έναν άνθρωπο με ένα καλώδιο και ένα κομμάτι ξύλο. Οι αποκεφαλισμοί γίνονταν με πρόχειρο τρόπο, διαμελίζοντας, μετά το σώμα του νεκρού. Στην ταινία υπάρχουν συχνές αναφορές τεχνικών και τρόπων που θα θύμιζαν μία χολιγουντιανή ταινία με σφαγές όπου οι γκάγκστερ θα χαρακτηριστούν ως ελεύθεροι άνθρωποι. Οι δολοφόνοι δεν έχουν ανάγκη την κάθαρση, η επιρροή σαδιστικών ταινιών είναι προφανέστατη.
Το πιο σοκαριστικό είναι η αναπαράσταση μιας επίθεσης σε ένα χωριό στο οποίο οι οικογένειες κάηκαν και τα σπίτια τους καταστράφηκαν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ένας άνθρωπος αστειευόταν με θέμα το βιασμό ενός παιδιού, υπερασπιζόμενος την περιγραφή του συμβάντος και την επανάληψή του. Σε αυτό το σημείο φτάνουμε στο ναδίρ της ανθρώπινης συνθήκης, στην καρδιά του σκοταδισμού. Ακόμα, μέσα σε αυτόν τον τρόμο κάτι αρχίζει να αναδύεται σε αυτούς τους δολοφόνους, ότι κάτι θα έπρεπε να είχαν κάνει λάθος.
Κατά περίεργο τρόπο, όλα ξεκινούν με τη φαινομενικότητα. «Δε θα έπρεπε να φαινόμαστε ωμοί», λέει ο αρχηγός της νεολαίας της Πανκασίλα, βλέποντας κάποιους να αυτομαστιγώνονται με ένα φρενήρη τρόπο. «Δε θα πρέπει να μας βλέπουν σα να θέλουμε να πιούμε το αίμα των ανθρώπων, αυτό είναι επικίνδυνο για την εικόνα της οργάνωσης». Σιγά-σιγά και αδυσώπητα, η δραματική δύναμη και αυτή της κινούμενης εικόνας αρχίζει να δομείται. «Ποτέ δε σκέφθηκα ότι αυτό θα μπορούσε να ιδωθεί τόσο άσχημα», λέει ένας μάρτυρας που τελικά καταλήγει να κάνει έναν πραγματικό φόνο, αλλά δονείται από αυτή τη μυθιστορηματική αναδημιουργία. Οδηγούμαστε στο αδιέξοδο του προβλήματος, οι δολοφόνοι παίζουν τα θύματά τους, εμποδιζόμενοι από κάτι που μοιάζει με πάθος, βλέποντας τις ίδιες τις πράξεις του σα να έχουν γίνει για πρώτη φορά, τελικά σαν πραγματικές μόνο όταν είναι μη-πραγματικές, δραματοποιημένες.
Μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα υπάρχει η σουρεαλιστική μουσική που φέρνει πίσω τα φαντάσματα των νεκρών, στην άκρη του καταρράκτη, για να ευχαριστήσουν τους δολοφόνους τους που τους στέλνουν στον παράδεισο. Σε αυτές τις εξαίσιες ενεργειακές στιγμές, γεμάτες κάθαρση, ο Alejandro Jodorowsky δε θα μπορούσε να ονειρευτεί εικόνες με τόση παραδοξότητα. Ακόμη, αυτές οι εικόνες λες ότι βγήκαν από το «Infermo», του Henri-Georges Clouzot, ή από το «Natural born killers», του Oliver Stone, από τις σκηνές που σατιρίζει τη θέαση των σφαγών, όπως τις βλέπουμε στην τηλεόραση.
Η «μεταφυσική» διάσταση ακουμπά την ποιητική δομή που είναι πανταχού παρούσα σε αυτό το ντοκιμαντέρ. Δεν είναι εύκολο να δεις αυτή την ταινία, η κινηματογράφηση μας θυμίζει τις μεγάλες στιγμές του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ, τον επίπονο και επικίνδυνο τρόπο να πεις την αλήθεια και να την εκφράσεις με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε πολλοί συνεργάτες κρύβονται πίσω από την ανωνυμία τους, φοβούμενοι τις απειλές για τη ζωή τους. Ακόμη, η σκηνοθεσία των ίδιων των εαυτών τους, όσον αφορά στους δολοφόνους, τους οδηγεί σε μία κάθαρση, τους στιλ «δολοφονήσαμε πολλούς ανθρώπους και ποτέ δεν τιμωρηθήκαμε» ή «ακόμη και ο Θεός έχει μυστικά» ή «τίποτε αληθινό δεν είναι καλό» ή «αμάρτησα;». Με αυτό τον τρόπο φτάνουμε στην αυτό-επιβράβευση που είναι ανάμεσα στο λόγο και στον απόηχο της συνείδησης, αυτό που πιάνει η κάμερα όταν ακριβώς γεννιέται.
Ο Joshua Oppenheimer αποφασίζει να ερευνήσει αυτή την άγνωστη και σκληρή ιστορία που είναι ίσως και το πιο απάνθρωπο έγκλημα του 20ου αιώνα που ακόμα δεν έχει δικαστεί. Ο ίδιος γίνεται φίλος με τον Anwar Congo, ένα από τους μαφιόζους εκτελεστές του 1965 και με τον Herman Koto έναν ακόμα γκάνγκστερ και παραστρατιωτικό ηγέτη. Καταφέρνει να τους πείσει να γυρίσουν μία ταινία η οποία θα απεικονίζει τη δόξα και τη σημασία των γενναίων πράξεών τους για να σώσουν τόσο την Ινδονησία όσο και τους συμπολίτες τους από την κομμουνιστική απειλή… Περισσότερα
Οι άνθρωποι εκείνοι αφηγούνται τα εγκλήματά τους συμφωνώντας σε μία ιδέα του σκηνοθέτη. Δηλαδή να πρωταγωνιστήσουν σε μικρά σκετσάκια, στα οποία έχουν γράψει οι ίδιοι το σενάριο και μεταφέροντάς το σμε το κινηματογραφικό είδος που προτιμούν. Το αποτέλεσμα είναι τρομακτικό και γίνεται ακόμη πιο τρομακτικό συνδυασμένο από τη σουρεαλιστική διάθεση των εγκληματιών… Περισσότερα
Το πρώτο μέρος του «δίτομου» χρονικού της εμφύλιας σφαγής στην Ινδονησία διά χειρός Τζόσουα Οπενχάϊμερ που, μαζί με την Όψη της Σιωπής, ρίχνει φως στο αιματηρό πογκρόμ με πρωτότυπη, καθόλου επική ή κλασικά διδακτική προσέγγιση. Η Πράξη του Φόνου, που κέρδισε το βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ το 2012, βάζει έναν από τους βασικούς πρωταγωνιστές, τον δολοφόνο/εκκαθαριστή Άνγουαρ, να αναπαραστήσει τα εγκλήματά του σαν να παίζει σε ταινίες… Περισσότερα
ο αποτέλεσμα είναι οδυνηρά αποκαλυπτικό τόσο του τρόπου με τον οποίο η Ιστορία γράφεται από τους νικητές όσο και του πόσος σαδισμός μπορεί να κρύβεται στα ανθρώπινα ένστικτα. Εντυπωσιακότερο όλων όμως είναι το πόσο έξυπνα και «ύπουλα» συνδέει αυτό το σπουδαίο ντοκιμαντέρ την αποτρόπαιη βία με τη βαθιά ανάγκη εξωραϊσμού της, ανάγκη που οδηγεί μια ολόκληρη κοινωνία να μετατρέπει διαρκώς την (ιστορική ) φρίκη σε (χολιγουντιανό ) θέαμα… Περισσότερα
Οπως σημειώνουν οι ίδιοι οι δημιουργοί της ταινίας (στην κατασκευή του ντοκιμαντέρ συμμετείχαν και άλλοι σκηνοθέτες που αναγράφονται στα credits ως «Ανώνυμος» για την προστασία τους από τις Αρχές): «Στα νιάτα τους, ο Ανγουάρ (σ.σ. μια από τις ηγετικές μορφές των φόνων) και η παρέα του περνούσαν τις ώρες τους στο σινεμά. Ελέγχοντας τη μαύρη αγορά των κινηματογραφικών εισιτηρίων, χρησιμοποιούσαν τις αίθουσες ως βάση των σχεδίων τους, κάτι σαν αυτοσχέδιοι “κινηματογραφικοί γκάνγκστερς”… Περισσότερα
Μια συγκλονιστική εικόνα της γενοκτονίας στην Ινδονησία παρουσιάζει στο τολμηρό αυτό, υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ του (αρχικά διαρκούσε τρεις ώρες), «Η πράξη του φόνου» («Η διαδικασία του φόνου» θα ήταν ίσως μια πιο σωστή μετάφραση), ο Τζόζουα Οπενχάιμερ (ήδη προβλήθηκε πρόσφατα το επόμενο, το ίδιο συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του, «Η όψη της σιωπής»), που καταγράφει τις φρικτές αποκαλύψεις των πρώην ηγετών της Ινδονησίας για τις εν ψυχρώ σφαγές των αντιφρονούντων στη δεκαετία του ’60, σφαγές που δυστυχώς συνεχίζουν και οι σημερινοί στρατιωτικοί ηγέτες της χώρας… Περισσότερα
Θύματα της αδιανόητης σφαγής του σχεδόν ενός εκατομμυρίου κομουνιστών και αθώων πολιτών κινεζικής καταγωγής που δολοφονήθηκαν μαζικά και συστηματικά στον απόηχο του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1965, που κατέλυσε την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και έδωσε τη θέση της σε μια αιμοσταγή δικτατορία, της οποίας οι πολιτικοί απόγονοι είναι ακόμη και σήμερα στην εξουσία. Συγγενείς ανθρώπων χάθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ, διαφωνούντες και μη βασανίστηκαν βάναυσα μέχρι θανάτου, τόσο από δυνάμεις του καθεστώτος, όσο και από εγκληματικές πολιτοφυλακές στις οποίες είχε ανατεθεί το «έργο», έτσι ώστε οι κρατικοί υπεύθυνοι να μην υποστούν ποτέ την παγκόσμια κατακραυγή… Περισσότερα
Παρακολουθώντας την «Πράξη του φόνου», μια οικογένεια στην Ινδονησία ανακαλύπτει τον άνθρωπο που δολοφόνησε τον γιο τους κατά τη διάρκεια εκείνης της σφαγής. Εδώ, παρακολουθούμε τον νεότερο αδελφό, οφθαλμίατρο στο επάγγελμα, αποφασισμένο να διαλύσει τη σιωπή και τον φόβο, να συναντά διαδοχικά τους άντρες που ευθύνονται για τον φόνο του αδελφού του και να αντιπαρατίθεται γενναία στη δική τους «οπτική», αναζητώντας όχι μόνο κάποιο προοίμιο δικαίωσης αλλά και την αποκατάσταση της αλήθειας… Περισσότερα
Σκηνοθεσία: Joshua Oppenheimer, ανώνυμος, Christine Cynn
Φωτογραφία: ανώνυμος, Carlos Arango de Montis, Lars Skree
Μοντάζ: Nils Pagh Andersen, Charlotte Munch Bengtsen, Ariadna Fatjó-Vilas, Janus Billeskov Jansen, Mariko Montpetit
Παραγωγοί: Christine Cynn, Torstein Grude, Anne Köhncke, Joshua Oppenheimer, Signe Byrge Sørensen, Bjarte Mørner Tveit, Michael Uwemedimo
Παίζουν: (τους εαυτούς τους) Anwar Congo (εκτελεστής το 1965), Herman Koto (εκτελεστής και παραστρατιωτικός ηγέτης), Syamsul Arifin (κυβερνήτης της Βόρειας Σουμάτρα), Ibrahim Sinik (δημοσιογράφος), Safit Pardede (τοπικός παραστρατιωτικός ηγέτης), Jusuf Kalla (αντιπρόεδρος της Ινδονησίας), Adi Zulkadry (εκτελεστής το 1965), Soaduon Siregar (δημοσιογράφος)
Χώρα παραγωγής: Αγγλία, Δανία, Νορβηγία
Έτος παραγωγής: 2012
Γλώσσα: αγγλικά, ινδονησιακά
Διάρκεια: 115΄
Είδος: ντοκιμαντέρ, βιογραφίες, έγκλημα
Ημερομηνία εξόδου: 11/5/2017
Εταιρεία διανομής: Filmcenter Trianon.
Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά: διαβάστε εδώ.
Γιάννης Φραγκούλης
Σεπ 15, 2024 0
Σεπ 15, 2024 0
Αυγ 25, 2024 0
Σεπ 14, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 07, 2024 0
Ιούν 09, 2017 138
Μαρ 08, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Μάι 28, 2014 2
Οκτ 12, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Σεπ 15, 2024 0
Σεπ 15, 2024 0
Σεπ 14, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
Σεπ 08, 2024 0
4 έτη ago
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
Δ | Τ | Τ | Π | Π | Σ | Κ |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6 | |
7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 | 13 |
14 | 15 | 16 | 17 | 18 | 19 | 20 |
21 | 22 | 23 | 24 | 25 | 26 | 27 |
28 | 29 | 30 | 31 |