Σεπ 20, 2025 Κινηματογράφος 0
Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος συζητά με τον Γιάννη Φραγκούλη*
Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος είναι σκηνοθέτης και ποιητής. Έχει δημιουργήσει ταινίες ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Τα ντοκιμαντέρ του έχουν στοιχεία μυθοπλασίας και οι ταινίες μυθοπλασίας στοιχεία από το ντοκιμαντέρ. Σε όλο του το έργο η ποίηση το διαπερνά και το μπολιάζει.
Η κουβέντα με έναν άνθρωπο που κουβαλά 20 χρόνια πείρας στον κινηματογράφο είναι ενδιαφέρουσα. Η κουβέντα με έναν ευχάριστο και ανοιχτόκαρδο άνθρωπο είναι απόλαυση. Η κουβέντα με τον Λευτέρη Ξανθόπουλο ήταν και τα δύο. Ο αναγνώστης θα προβληματιστεί και θα αφεθεί στη γλαφυρότητα των λόγων του Ξανθόπουλου, όπως μπορεί να αφεθεί στην γλαφυρότητα των ταινιών του «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» (1976), «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα» (1978), «Ποιος είναι ο τρελός λαγός, πορτραίτο του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη» (1993), «Στα Τουρκοβούνια» (1982, 25΄), «Παύλος Ζάννας-διαδρομές» (1988) και «Καλή πατρίδα σύντροφε» (1986, 90΄) που θα προβληθούν στο Ινστιτούτο Γκαίτε (24 και 25 Οκτωβρίου 1995).
Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου. Πιστεύετε ότι περνά μια καμπή, μια άνοδο ή ότι βρίσκεται σε ένα τέλμα, όπως και πριν.
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις, μικρές ενδείξεις, τα τελευταία δύο χρόνια, ότι πάμε για μια ανάκαμψη, στον τομέα της παραγωγής και, κατ’επέκταση, στο τελικό αποτέλεσμα. Τις ενδείξεις αυτές δεν μας τις έδωσαν τα εισιτήρια, δεν πήραμε τα πάνω μας γιατί κόπηκαν πάρα πολλά εισιτήρια σε κάποιες ελληνικές ταινίες τον τελευταίο χρόνο, δεν ήταν μόνο αυτό, σίγουρα και αυτό έπαιξε ρόλο, αλλά αυτό που γίνεται φανερό στις νέες κινηματογραφικές δυνάμεις είναι ότι προσγειώνονται. Καταλαβαίνουν τι σημαίνει σήμερα κινηματογράφος. Το βασικό πρόβλημα της δεκαετίας που πέρασε είναι ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ψαχνόταν πάρα πολύ, ψαχνόταν αναίτια σε πολλές περιπτώσεις και στη διαδρομή χανόταν, υπήρχε απώλεια.
Έχουν πει πολλοί ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν κουλτουριάρικος…
Δε θα χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, γιατί κατάντησε να είναι αρνητική λέξη, όποιος σκέφτεται είναι κουλτουριάρης και, κατ’επέκταση, είναι υποτιμητικό. Επίσης, είναι μια πάρα πολύ εύκολη λέξη, μπορείς να την πάρεις παντού και να την βάλεις σε μια συζήτηση. Είναι αβασάνιστα πράγματα αυτά.
Έχει ειπωθεί ότι ο ελληνικός κινηματογράφος, στη δεκαετία του 1970, δεν έπιανε τα προβλήματα που απασχολούσαν τους Έλληνες.
Θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω. Για να καταλάβουμε σε ποιους δρόμους κινήθηκε ο ελληνικός κινηματογράφος, στη δεκαετία του 1970, θα πρέπει να πάμε πιο πίσω στη δεκαετία του 1960, στον εμπορικό κινηματογράφο και είναι ένα τεράστιο θέμα. Θα πρέπει να μιλήσουμε για τις αναστολές που έφερε η δικτατορία, πόσο φίμωσε τις δημοκρατικές δυνάμεις εκείνης της εποχής, πόσο τις σκόρπισε και πως μετά, το 1974, έγινε μια μεγάλη προσπάθεια να ξανασυγκεντρωθούν αυτές οι κινηματογραφικές δυνάμεις και να προσπαθήσουν να αρθρώσουν έναν λόγο, αλλά πια είχε χαθεί η συνέχεια, είχε κοπεί ένα νήμα. Ανακαλύπτουν τότε, με μεγάλη καθυστέρηση, τη Νουβέλ Βαγκ, κινήματα που είχαν σβήσει προ πολλού. Άρα υπήρχε, όπως θα λέγαμε και στον κινηματογράφο, ένα τεράστιο ντεκαλάζ ανάμεσα στον αποδέκτη, τον θεατή, και τον δημιουργό, τον σκηνοθέτη της ταινίας.
Μέσα εκεί, τότε, μπήκε σφήνα η τηλεόραση που τα διέλυσε όλα και βιώνουμε από τότε έναν τρομερό χάος που δεν μας οδηγεί πουθενά. Τώρα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν λίγο τα πράγματα που πέρασαν δύο γενιές κινηματογραφιστών, η τρίτη γενιά αρχίζει να βλέπει τα πράγματα πιο ρεαλιστικά, αυτή είναι η ματιά του Κόκκινου, που την σέβομαι και την εκτιμώ, μπορεί να μην είναι η δικιά μου ματιά, αλλά σαν τον Κόκκινο αισθάνομαι ότι υπάρχουν και άλλοι. Και είναι αρκετοί αυτοί. Από αυτούς θα δούμε ταινίες τα επόμενα χρόνια, ταινίες βατές, ενδεχομένως μικρές, γιατί είναι η εποχή της μικρής ταινίας, δεν ευνοεί η εποχή την μεγάλη, την μνημειακή ταινία, ταινίες με αρχή, μέση και τέλος.
Συμμετέχετε ακόμη στην κινηματογραφική παραγωγή. Πιστεύετε ότι αυτοί οι άνθρωποι που θέλουν και μπορούν να κάνουν ταινίες εμποδίζονται, από το Κράτος, να τις κάνουν σύμφωνα με τον προβληματισμό τους;
Εγώ το Κράτος το αγνοώ. Πάντα το αγνοούσα, δεν με απασχολεί το Κράτος. Το Κράτος κάνει την δουλειά του και ο σκηνοθέτης θα πρέπει να κάνει τη δικιά του που είναι να στήνει στο κεφάλι του την ταινία του. Από εκεί και πέρα, αν μπορεί να το εκμεταλλευτεί, τόσο το καλύτερο για αυτόν, και όσο μπορεί περισσότερο, χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς να παραδίνεται. Ιδιώτες παραγωγοί δεν υπάρχουν, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, όπως ξέρουμε, γιατί όλη η παραγωγή πέρασε στην τηλεόραση, εκεί είναι το κέρδος, δεν υπάρχει στον κινηματογράφο εμπορικό κέρδος, αν και τα τελευταία χρόνια κάποιοι καινούργιοι στον χώρο ρισκάρουν λεφτά και αυτό κάπου θα οδηγήσει. Επομένως, πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης αν εμποδίζεται ή βοηθιέται από κάποιον αυτός είναι μόνο ο εαυτός του. Κανένας δεν μπορεί να σταματήσει έναν πραγματικό δημιουργό που αισθάνεται να ξεχειλίζουν οι εικόνες από μέσα του και αν δεν κάνει κινηματογράφο θα πεθάνει, κανένας δεν μπορεί να τον σταματήσει.
Θα ήθελα να μιλήσουμε για την ταινία μικρού μήκους. Έχει ειπωθεί ότι είναι ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό είδος. Ένας σκηνοθέτης μπορεί να επιμένει να κάνει μόνο ταινίες μικρού μήκους; Και πόσο αυτό είναι εφικτό στην Ελλάδα;
Είναι τα βασικό ερώτημα από τότε που υπάρχει η ταινία μικρού μήκους. Το 50% λέει ότι είναι αυτόνομο καλλιτεχνικό είδος, το άλλο 50% λέει το αντίθετο. Δεν υπάρχει κάτι τελεσίδικο για την μικρού μήκους. Και εγώ είμαι διχασμένος. Πολύ συχνά πιστεύω ότι είναι ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό είδος και τείνω να το συγκρίνω με το διήγημα στην λογοτεχνία ή με την νουβέλα, άλλες φορές όμως, καταρρέει αυτός ο συλλογισμός. Απέδειξε η μικρού μήκους ότι μόνη της δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της σαν αυτόνομο εμπορικό και καλλιτεχνικό προϊόν. Ούτε μπορούν πολλές μικρού μήκους να συγκροτήσουν ένα πρόγραμμα, έχει συμβεί στο παρελθόν αυτό.
Αν και έχω κάνει πολλές μικρού μήκους και θα κάνω και ντοκιμαντέρ, την μικρού μήκους πάντα την αισθάνομαι σαν κάτι ενδιάμεσο στάδιο δοκιμασίας. Κατά καιρούς ο ρόλος που παίζει είναι διαφορετικός. Στη δεκαετία του 1970, που ήταν μια μαχητική εποχή, η ταινία μικρού μήκους έπαιζε τον ρόλο της καταγγελίας πολύ συχνά, τώρα τον ίδιο ρόλο παίζουν κάποια οικολογικά ντοκιμαντέρ. Μέσα στην δικτατορία, στην Ελλάδα, η μικρού μήκους ήταν ένα βήμα αντίστασης. Κατά τη γνώμη μου, είναι ένα πάρα πολύ ευέλικτο κινηματογραφικό είδος και έτσι πρέπει να παραμείνει, να μεταλλάσσεται και να αλλάζει ιδιότητες, κατά περίσταση.
Μπορούμε να πούμε ότι έχει τον χαρακτήρα του δοκιμαστικού είδους, δηλαδή ότι μπορεί να κάνει κάποιες προτάσεις;
Και αυτό. Στην Ελλάδα η μικρού μήκους ήταν πάντα το βήμα για τον καινούργιο κινηματογραφιστή να δηλώσει στην κινηματογραφική πιάτσα ότι «βγαίνω, εγώ εδώ είμαι, δείτε με, να με κρίνετε και δώστε μου δουλειά ή μη μου δίνετε, ανάλογα με αυτό που θα δείτε». Άρα, ακόμα στην Ελλάδα, εξακολουθεί η ταινία μικρού μήκους να εξασκείται ευκαιριακά και δεν έχει συνέχεια. Ο καθένας κάνει μία ή δύο και τελειώνει. Μετά προσπαθεί να απορροφηθεί σε κάποιες ειδικότητες, κυρίως της τηλεόρασης και λιγότερο στον κινηματογράφο, ή να γίνει σκηνοθέτης σε ταινία μεγάλου μήκους. Εγώ, ως ντοκιμαντερίστας, κάνω ντοκιμαντέρ από το 1976, που το ξεκίνησα, συνέχεια και θα εξακολουθήσω να κάνω, άσχετα αν το ντοκιμαντέρ υποφέρει από μια κρίση ταυτότητας, τα τελευταία χρόνια.
Η τηλεόραση βοηθά την ταινία μικρού μήκους;
Να μην μιλήσουμε για την ιδιωτική τηλεόραση, γιατί αυτή αγνοεί εντελώς το είδος. Το θεωρεί αντιεμπορικό και δεν το βάζει στο πρόγραμμά της, ούτε σαν σφήνα δεν το χρησιμοποιεί, η δε κρατική τηλεόραση που θα μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο είναι υπό κατάρρευση, είναι ένα μαγαζί που μισθοδοτεί 4 έως 5.000 υπαλλήλους. Συμφέροντα κομματικά εξυπηρετεί συνέχεια. Παλιότερα που ήταν μονοπώλιο πέρναγαν μικρού μήκους, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τότε λειτούργησε η μικρού μήκους, οπότε πέρασε -και πάντα σωστά- παρουσιασμένη.
Θα ήθελα να μας μιλήσετε για τα μελλοντικά σχέδιά σας. Ετοιμάζετε κάποια ταινία;
Ετοιμάζω ταινία. Ναι. Είμαι στο στάδιο να στήσω την παραγωγή, γιατί χρειάζομαι, αυτή τη φορά, πολλά λεφτά, θα ξεπεράσω τα 500 εκατομμύρια, επομένως μιλάμε για ένα κεφάλαιο, για συμπαραγωγή γαλλογερμανική, τον Γερμανό παραγωγό τον έχω ήδη βρει. Μέχρι τέλος του χρόνου ελπίζω να κλείσω μεγάλο παραγωγό. Ένας μέρος της ταινίας θα γυριστεί στο εξωτερικό και η βασική πρωταγωνίστρια θα είναι ξένη, ακόμα δεν ξέρω ποια θα είναι αυτή.
Ποιο είναι το θέμα της ταινίας;
Είναι γκανγκστερική ταινία και αφορά την σύγκρουση δύο συμμοριών στη Θεσσαλονίκη σήμερα. Όταν θα βρω τα λεφτά τότε θα βάλω μπρος την παραγωγή, δηλαδή για του χρόνου θα είναι όλο αυτό το πράγμα. Αν πάνε όλα καλά, θα είναι για του χρόνου το Φθινόπωρο. Έχω ένα χρόνο δουλειάς μπροστά μου. Η ταινία θα λέγεται «Η Κόκκινη Μηλιά».
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εξόρμηση”, την Κυριακή 22 Οκτωβρίου 1995.
Διαβάστε τις συνεντεύξεις που έχουμε δημοσιεύσει
Για περισσότερα στοιχεία για τον Λευτέρη Ξανθόπουλο δείτε εδώ
Σεπ 14, 2025 0
Αυγ 13, 2025 0
Ιούλ 27, 2025 0
Ιούλ 18, 2025 0
Σεπ 26, 2025 0
Σεπ 18, 2025 0
Ιούν 09, 2017 138
Οκτ 12, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Νοέ 13, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Μαρ 08, 2014 2
Σεπ 26, 2025 0
Σεπ 20, 2025 0
Σεπ 18, 2025 0
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
Δ | Τ | Τ | Π | Π | Σ | Κ |
---|---|---|---|---|---|---|
1 | 2 | 3 | 4 | 5 | ||
6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 |
13 | 14 | 15 | 16 | 17 | 18 | 19 |
20 | 21 | 22 | 23 | 24 | 25 | 26 |
27 | 28 | 29 | 30 | 31 |