Μάι 12, 2025 Κινηματογράφος 0
Η Στρατούλα Θεοδωράτου συνομιλεί με τον Γιάννη Φραγκούλη
Με αφορμή την προβολή της ταινίας της Στρατούλας Θεοδωράτου, «Πανίδα», συνομιλήσαμε τόσο για αυτή την ταινία όσο και για την δουλειά της σκηνοθέτριας. Η Στρατούλα Θεοδωράτου είναι γνωστή από τις ταινίες μικρού μήκους που έχει κάνει και από τις άλλες εργασίες της στον οπτικοακουστικό τομέα. Ειδικά στις ταινίες είναι έκδηλη η διεισδυτική ματιά της στον ψυχισμό του ανθρώπου. Οι ταινίες είναι η αφορμή να αναλύσεις, να μιλήσεις για τον κινηματογράφο, γενικότερα, με αφορμή τα ερεθίσματα που αυτές δίνουν. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε σε αυτή την συνέντευξη.
Ποια ήταν η αφορμή για να κάνεις αυτή την ταινία;
Συνήθως, η αφορμή για να γεννηθεί μια ιδέα στο μυαλό μου δεν είναι ένα συγκεκριμένο γεγονός, αλλά μια σειρά μικρών συμβάντων ή εικόνων, που μου προκαλούν έντονη συγκίνηση και που αυθαίρετα η φαντασία μου τα ενώνει. Η συγκεκριμένη ιστορία γεννήθηκε, νομίζω, από τις επαναλαμβανόμενες, τυχαίες συναντήσεις με έναν ανοϊκό ηλικιωμένο, σε διαφορετικούς σταθμούς του μετρό. Η εικόνα του κι αυτά που προσπαθούσε να μου πει, για να τον βοηθήσω να πάει στο σπίτι του, ήταν κάπως ποιητικά και σπαρακτικά ταυτόχρονα.
Αυτή η επανάληψη και η ποικιλία των περιοχών, έδωσε μια διάσταση του «μοιραίου» στις συναντήσεις μας. Ήταν συμπαθής στη συμπεριφορά του, αλλά είχε ένα πρόσωπο σκοτεινό, δυσάρεστο, και μπορούσα να φανταστώ ότι, πριν την ασθένεια, μπορεί και να μην ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Την ίδια περίοδο, ζούσαμε τις μεγάλες πυρκαγιές που έκαψαν τεράστιες εκτάσεις και σκότωσαν ανθρώπους. Σ’ αυτά, προσθέστε τη χρόνια εμμονή μου με τη φωτογραφία….
Αγαπώ πολύ την καλλιτεχνική φωτογραφία και είμαι μανιώδης φωτογράφος! Απ’ όταν ήμουν παιδί, με εντυπωσίαζε το γεγονός ότι η φωτογραφία κι ο κινηματογράφος, διατηρούν για πάντα τη μορφή, την κίνηση, το σώμα ανθρώπων που έχουν πεθάνει, μου φαινόταν μαγικό. Αρχικά ήθελα να σπουδάσω φωτογραφία, σκεφτόμουν να γίνω φωτορεπόρτερ, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι αυτό που ήθελα, πάνω απ’ όλα, είναι να αφηγούμαι τις ιστορίες που έφτιαχνα εγώ (έγραφα από μικρή) και στράφηκα στη σκηνοθεσία. Εξάλλου, δεν είμαι τόσο γενναία.
Μετά από ταινίες μικρού μήκους έρχεται η μεγάλου μήκους, είναι το πέρασμα από την μικρού στην μεγάλου μήκους ή μπορεί να επιστρέψεις ξανά στο μικρό μήκος;
Το θεωρώ δύσκολο, όχι γιατί δεν με ενδιαφέρει αυτό το είδος, αλλά γιατί οι συνθήκες για να κάνεις μια ταινία μικρού μήκους είναι εξωφρενικά δύσκολες. Ξοδεύεις πολύ χρόνο και οι ταινίες αυτές, δύσκολα φτάνουν στο κοινό. Αν δεν ήταν και το ERTFLIX και το CINOBO δεν ξέρω πού θα τις έβλεπε ο κόσμος που ενδιαφέρεται. Θα ήθελα πάρα πολύ πχ. να κάνω μικρού μήκους κινούμενα σχέδια που τα λατρεύω, αλλά, έχοντας κάνει κάνει πέντε (5) μικρού μήκους, τις τρεις (3) από αυτές χωρίς καμία χρηματοδότηση και τις υπόλοιπες με ανεπαρκή, που έπρεπε να τη συμπληρώσω, αναρωτιέμαι αν άξιζε τον κόπο.
Παρ’ ότι πουλήθηκαν σε ξένα κανάλια, πήγαν σε φεστιβάλ, έκανα ταξίδια, μου άνοιξαν έναν δρόμο, τελικά, δαπάνησα γι’ αυτές πολύ χρόνο. Βέβαια, παλιότερα, δεν μπορούσες να διεκδικήσεις χρηματοδότηση για μεγάλου μήκους στα 25 σου ή ακόμα και στα 30, υπήρχε ένα είδος «επετηρίδας», έπρεπε να έχεις μια θητεία, να έχεις ένα έργο και να φτάσεις στα 40 για να σε πάρουν στα σοβαρά. Ευτυχώς, αυτά άλλαξαν, αλλά και πάλι, πήγαν στο άλλο άκρο: τώρα αν είσαι πάνω από 40 θεωρείσαι «μπαγιάτικος». Η νεανική ελαφρότητα και η θεματολογία που συνήθως απασχολεί τους εικοσάχρονους, ίσως είναι και πιο συμβατή με την πολιτική κατεύθυνση της εποχής μας.
Στην ταινία βλέπουμε, στην αρχή, τις αναταραχές στην πόλη λόγω μιας διαδήλωσης. Αυτές είναι το προοίμιο για να πάμε στις εντάσεις μεταξύ των χαρακτήρων του σεναρίου;
Οι συγκρούσεις που διεξάγονται στο κέντρο της Αθήνας, λειτουργούν σε δύο επίπεδα. Από τη μία εξυπηρετούν τη δράση, την εξέλιξη της ιστορίας κι επηρεάζουν τους χαρακτήρες πρακτικά και ψυχολογικά, δημιουργώντας ένα πιεστικό φόντο, μια αίσθηση κινδύνου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι το καθρέφτισμα της σύγκρουσης που σοβεί μεταξύ των ηρώων.
Καθώς οι διαδηλωτές πλησιάζουν, οι αντιπαραθέσεις των πρωταγωνιστών οξύνονται. Τα πλάνα με την αστυνομική βία, δείχνουν τη συνθήκη μέσα στην οποία ζει η Άννα, η πρωταγωνίστρια, αλλά κι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της χώρας μας. Σκιαγραφείται η άγρια καταστολή των διεκδικήσεων -οι οποίες εσκεμμένα μένουν ασαφείς- και η προσπάθεια να επιβληθεί με κάθε τρόπο η σιωπή, η υποταγή σε μια δύναμη που μοιάζει ανίκητη.
Η βία είναι ένας τρόπος να επιβληθεί η σιωπή, υπάρχουν όμως κι άλλοι, πλάγιοι, όπως η απόκρυψη της πληροφορίας, η στρέβλωση των γεγονότων, η αμφισβήτηση των λογικών συμπερασμάτων, η απαξίωση κάθε στοιχείου που μπορεί να βοηθήσει μια έρευνα. Στην ταινία, χρησιμοποιούνται όλα αυτά τα μέσα.
Όλη η ταινία είναι γυρισμένη σε ένα σπίτι. Θα ήταν εύκολο να έχει θεατρική δομή. Βλέπουμε, όμως, ότι η ταινία είναι καθαρά κινηματογραφική. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για τον σκηνοθετικό τρόπο που αυτό επετεύχθη;
Κατ΄αρχάς, δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη «θεατρικότητα» στις ταινίες, και, πραγματικά, δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούμε σήμερα μ΄ αυτό… Μετά το «Dogville», του Tρίερ, μετά από τόσες ταινίες που έχουν γυριστεί σε εσωτερικούς χώρους, από τον Χίτσκοκ μέχρι τον Καουρισμάκι, το βρίσκω παρωχημένο να έχει αρνητικό πρόσημο οποιαδήποτε σύνθεση διαφορετικών τεχνών. Στην εποχή μας, η καλλιτεχνική ανάμειξη στοιχείων, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά.
Εγώ, αυτό που έκανα, είναι να ασχοληθώ πολύ με το ντεκουπάζ, όπως πάντα. Μ’ ενδιέφερε να έχω πλάνα που να αξιοποιούν τον χώρο και να εκφράζουν τη συναισθηματική κατάσταση των ηρώων και την αφήγησή μου. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στο βάθος πεδίου. Αυτό ήταν από τα πρώτα πράγματα που έπρεπε να «υπερασπιστούμε» με τον Διονύση Ευθυμιόπουλο, τον διευθυντή φωτογραφίας. Για οικονομικούς λόγους, δεν μπορούσα να έχω συνέχεια steadicam, γεγονός που καθόρισε τον τρόπο που θα κινούσα την κάμερα.
Με ενδιέφερε επίσης οι ηθοποιοί να παίζουν «σαν να μην παίζουν», χωρίς εκκεντρικότητες στην εκφορά του λόγου, αλλά και χωρίς να χάνουν τη γοητεία τους, χωρίς να γίνονται «οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας», γιατί δεν είναι τέτοιου είδους χαρακτήρες. Ακόμα κι αν οι καταστάσεις δεν είναι απολύτως ρεαλιστικές, αυτοί πρέπει να συμπεριφέρονται σαν να είναι όλα αλήθεια. Νομίζω ότι με αυτά τα υλικά, κατάφερα να δώσω το κινηματογραφικό ύφος που επισημάνατε.
Σε αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους βλέπουμε μια γενική άποψη της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας. Η ταινία είναι μια δραματουργική ιστορική αφήγηση για την Ελλάδα;
Ναι, υπό την έννοια ότι οι χαρακτήρες είναι ιστορικά υποκείμενα, ενώ ταυτόχρονα, κωδικοποιούν χαρακτηριστικά ιδεολογικών συγκρούσεων που ανακυκλώνονται στη χώρα μας. Όσο και να μας καθησυχάζει η αίσθηση ότι μας συνδέει μια κοινή ιστορία, ότι όλοι μαζί βιώνουμε τα προβλήματα της σημερινής Ελλάδας κ.λπ. στην πραγματικότητα αυτό είναι ψευδές. Κάθε κοινωνική ομάδα έχει άλλα προβλήματα, διαφορετικό παρελθόν, άλλο αφήγημα και διαφορετικούς αντιπάλους.
Αυτό που ονομάζουμε «ελληνικός λαός» δεν είναι ένα ενιαίο σύνολο, δεν έχει καν την ίδια αντίληψη εθνικού παρελθόντος, δεν έχει τις ίδιες προσδοκίες ούτε την ίδια ηθική σύσταση. Μπορεί οι διαφορές στις δεκαετίες του ’40 του ’50 και του ’60 να έχουν εκφραστεί με τον πιο ακραίο τρόπο, αλλά και σήμερα υφίστανται, με διαφορετική μορφή. Στην «Πανίδα», ο Παύλος και η Άννα, περιγράφουν το ίδιο γεγονός, από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Ο κόσμος του Παύλου δεν θα μπορούσε να υπάρξει μέσα στο πλαίσιο της Άννας, όμως και ο κόσμος της Άννας, δεν μπορεί να αντέξει τους όρους του Παύλου. Αυτές είναι δυο διαφορετικές Ελλάδες, που ως τώρα , δεν έχουν καταφέρει να συνυπάρξουν με υγιή τρόπο.
Οι ερωτικές σχέσεις υπονοούνται και, σε κάποια σημεία, βγαίνουν στην επιφάνεια, ο έρωτας αφήνει να εννοηθούν οι σχέσεις μεταξύ των τριών ανθρώπων;
Οι ερωτικές σχέσεις στην ταινία, με τους προσφιλείς όρους των ημερών μας, θα χαρακτηρίζονταν «τοξικές»… Οι ήρωες μπορεί να ερωτεύονται για φαινομενικά ανεξήγητους λόγους, όμως στο βάθος, υπάρχει ένα είδος «διανοητικής ηδονής» που δημιουργεί μια σιωπηρή συνεννόηση και μια σφοδρή, ανθεκτική, έλξη. Έπειτα υπάρχει η μυστηριώδης έλξη των σωμάτων και η συγκίνηση της ομορφιάς.
Στην «Πανίδα» όμως συνυπάρχει και η αγάπη που πατάει σε πιο γερή βάση, που έχει λογική εξήγηση, κι εξυπηρετεί συγκεκριμένες ανάγκες συντροφικότητας κι εξέλιξης. Παρ’ όλα αυτά, οι χαρακτήρες της ταινίας δεν γλυτώνουν από την οργή, την περιφρόνηση και την καχυποψία. Αυτά τα αντιφατικά συναισθήματα, κάνουν οδυνηρή τη συνάντησή τους και φέρνουν στο φως τις περίπλοκες καταστάσεις που πρέπει επιτέλους, να λυθούν.
Ο πατέρας τι ακριβώς συμβολίζει, το κακό παρελθόν, τους αρνητικούς χαρακτήρες που υπάρχουν στην ελληνική ιστορία της διαφθοράς, τις πολιτικές σήψεις ή κάτι άλλο;
Ο Λάμπρος είναι ένα πρόσωπο σκοτεινό, δυσανάγνωστο. Μαθαίνουμε ελάχιστα για το παρελθόν του, κυρίως ότι ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, ότι πάντα πάλευε να κρύψει την «ταπεινή του καταγωγή», ότι συνεργάστηκε με ανθρώπους που είχαν ισχυρές προσβάσεις στην κρατική εξουσία. Άλλη εικόνα έχει γι’ αυτόν η Άννα και άλλη ο Παύλος. Η ταινία αφήνει τον θεατή να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο. Ο θεατής δηλαδή καλείται να πάρει θέση για το ποιος πραγματικά είναι ο Λάμπρος, ενώ – λόγω της ασθένειας- είναι αναγκασμένος να τον συμπαθήσει. Θα μπορούσε κανείς να δει σ’ αυτόν τον χαρακτήρα μια εικόνα της Ελλάδας που περιφέρεται χαμένη, χωρίς μνήμη, έχοντας χάσει την ταυτότητά της και φορτωμένη με μια ιστορική διαδρομή πολλαπλών αναγνώσεων.
Θα ήθελα να μας περιγράψετε αυτό το αφηρημένο που υπάρχει στην ταινία και την σχέση του με το ρεαλιστικό της αφήγησης.
Η ταινία «παίζει» μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού. Ενώ φαινομενικά έχει μια ρεαλιστική αφήγηση, υπάρχουν λεπτομέρειες που υποσκάπτουν τον ρεαλισμό ή τέλος πάντων αυτό που συνήθως εννοούμε με αυτόν τον όρο, γιατί αν θα θέλαμε να είμαστε ακριβείς, ρεαλισμός δεν είναι να δείχνεις δυο ανθρώπους που μιλάνε, είναι να δείχνεις και τι σκέφτονται, κάτι που μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικό, να δείχνεις τις αναμνήσεις ή τα άλλα πρόσωπα που παρεμβαίνουν στη σκέψη, τους συνειρμούς κ.λπ.
Στην «Πανίδα», κάποια μικρά συμβάντα υπάρχουν στη σκέψη, πχ. του Λάμπρου, και μετά βλέπουμε να υπάρχουν στοιχεία τους στην πραγματική κατάσταση της ταινίας. Ή υπάρχουν ανεξήγητες καταστάσεις, όπως μια μπαλκονόπορτα που ανοίγει συνέχεια μόνη της, χωρίς κανείς να βγαίνει. Υπάρχει ακόμα μια προσπάθεια να περιγραφούν φευγαλέες αισθήσεις των ηρώων, ασαφείς αναμνήσεις, εικόνες που παίρνουν άλλο νόημα μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αφήγησης ή φέρουν την επίγνωση του θανάτου που πάντα συνοδεύεται από το αίσθημα της ματαιότητας. Αυτά είναι στοιχεία μιας ποιητικής αντίληψης της πραγματικότητας που δημιουργούν στον θεατή την υποψία ότι πρέπει να δει την ταινία με άλλη ματιά, να αισθανθεί ότι ίσως όλα όσα βλέπει δεν είναι μια «πραγματική ιστορία», παρά τη ρεαλιστική αφήγηση.
Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, ποια θα είναι η πορεία της πλέον;
Θα συνεχίσει τη διαδρομή της προς το κοινό μέσα από τις πολύτιμες κινηματογραφικές λέσχες της χώρας, ενδεχομένως να γίνουν κι άλλες σποραδικές προβολές σε διάφορους κινηματογράφους. Στη συνέχεια θα προβληθεί από την ΕΡΤ, που είναι συμπαραγωγός, και θα ανέβει και στην πλατφόρμα της, στο ΕRTFLIX . Γενικά, ο τρόπος διανομής των ταινιών αλλάζει, παίζονται λιγότερες μέρες, αλλάζουν αίθουσες, αποσύρονται και επαναπροβάλλονται σε ειδικές προβολές, βγαίνουν στη μικρή οθόνη και μετά επιστρέφουν ξανά στη μεγάλη. Είναι μια νέα, ενδιαφέρουσα εποχή.
Μετά την «Πανίδα» ποια είναι τα σχέδια σου;
Έχω ήδη ετοιμάσει το σενάριο για την επόμενη ταινία μου και πρέπει να ασχοληθώ με τη χρηματοδότηση. Ταυτόχρονα έχω ετοιμάσει δύο τηλεοπτικές προτάσεις για σειρές, που θα ήθελα πολύ να γίνουν, αλλά δεν έχω προλάβει να ασχοληθώ όσο θα έπρεπε, οπότε πρέπει να ασχοληθώ και με αυτό. Κατά τα άλλα, αυτή την περίοδο κάνω γυρίσματα για ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους και προσπαθώ να ολοκληρώσω το επόμενο βιβλίο μου.
Διαβάστε την κριτική της ταινίας
Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές και τα τεχνικά χαρακτηριστικά
Συνέντευξη της Ελένης Αλεξανδράκη
Μαρ 07, 2025 0
Φεβ 03, 2025 0
Απρ 14, 2022 0
Μάι 03, 2025 0
Μάι 02, 2025 0
Μάι 02, 2025 0
Ιούν 09, 2017 138
Οκτ 12, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Νοέ 13, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Μαρ 08, 2014 2
Μάι 03, 2025 0
Μάι 03, 2025 0
Μάι 02, 2025 0
Μάι 02, 2025 0
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη