Οκτ 16, 2025 Κινηματογράφος 0
Ο Δημήτρης Σπύρου συνομιλεί με τον Γιάννη Φραγκούλη*
Ο κινηματογράφος είναι τέχνη, διασκέδαση ή εκπαίδευση; Μήπως είναι η λογοτεχνία του 20ου αιώνα, όπως αναφέρει το γνωστό σλόγκαν; Το σίγουρο είναι ότι είναι μια βιομηχανία. Άρα κινείται στο οικονομικό πλαίσιο που ενεργοποιούνται όλες οι βιομηχανίες, όπου ο ανταγωνισμός παίζει τον πρώτο ρόλο. Μέσα σε αυτόν τον ανταγωνισμό ο ελληνικός κινηματογράφος που βρίσκεται; Θα μπορέσει, τελικά, να σταθεί στα πόδια του και να βρει τον εαυτό του; Θα πρέπει, λοιπόν, να ασχοληθεί με τα θέματα που αφορούν στην ελληνική κοινωνία, έτσι υποστηρίζουν πολλοί, θα ανταποκριθεί το κοινό, θα παίξει ο κινηματογράφος τον ρόλο που καλείται να παίξει; Με τον Δημήτρη Σπύρου, σκηνοθέτη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου συζητήσαμε για τον ελληνικό κινηματογράφο, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, για τις συμπληγάδες που περνά, για τους κριτικούς κινηματογράφου και για την εισαγωγή της τέχνης στο σχολείο.
Συμμετέχεις στη νέα γενιά του ελληνικού κινηματογράφου. Βλέπεις ότι υπάρχει κρίση σε αυτόν; Που εστιάζεις αυτή την κρίση;
Αυτό λένε πολλοί, ότι υπάρχει κρίση. Κατ’αρχήν είναι λάθος αν πιστέψουμε ότι υπάρχει κρίση στον ελληνικό κινηματογράφο και πουθενά αλλού. Δηλαδή, η κρίση του κινηματογράφου αντικατοπτρίζει απλά την κρίση που υπάρχει σε άλλους τομείς μέσα στο κοινωνικό σώμα. Βέβαια, πρέπει να εξειδικεύσουμε ότι ο κινηματογράφος, λόγω διαφόρων κοινωνικών δεδομένων, περνάει μια κρίση που πρέπει να εξειδικευτεί. Δεν ξέρω αν η ιδιώτευση των ατόμων ανακάλυψε την τηλεόραση ή η τηλεόραση την ιδιώτευση, νομίζω ότι δεν υπάρχουν πλέον αυτοί οι συνεκτικοί κρίκοι που είχε η κοινωνία και που έκαναν τους ανθρώπους πιο κοινωνικούς, μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού ήταν πιο ενεργά και όχι αδρανή.
Σήμερα διαπιστώνουμε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δεν είναι παρά αδρανή άτομα. Αυτή η αδράνεια παίζει μεγάλο ρόλο στον κινηματογράφο που είναι μια τέχνη που απευθύνεται μαζικά στον κόσμο, που ακόμα καλά-καλά δεν έχει βρει τη γλώσσα της. Υποτίθεται ότι τώρα την βρίσκει. Δεν είναι μια τέχνη με δικά της χαρακτηριστικά, χωρίς τους επηρεασμούς από το θέατρο, που μπορεί να ζήσει μόνη της, μπορεί να αρθρώσει έναν λόγο που είναι αποκλειστικά κινηματογραφικός.
Αυτό απασχολούσε πάρα πού τον Μπουνιουέλ, τον Ταρκόφσκι και όλους τους πνευματικούς δημιουργούς. Πάντως, είναι ένα βιομηχανικό προϊόν που σημαίνει ότι έχει υψηλό κόστος και άρα δεν μπορεί να ζει αν δεν έχει πολλούς αποδέκτες. Για ένα βιβλίο π.χ. είναι διαφορετικά, μια ταινία θέλει πολλές χιλιάδες θεατές για να κάνει απόσβεση, να αφήσει κέρδος, να είναι επικερδής επιχείρηση.
Οι κριτικοί κινηματογράφου συμπεριφέρονται εχθρικά στις ελληνικές ταινίες, κατευθύνουν τον κόσμο να βλέπει ταινίες ανούσιες. Αυτό είναι μια αντίληψη που υπάρχει στο κοινό. Ποια είναι η γνώμη σου για αυτό το θέμα;
Εγώ, παρ’ότι οι κριτικοί, στην περίπτωση της ταινίας μου, ήταν εχθρικοί, όταν παίχτηκε η ταινία, και όχι μόνο αυτό, αλλά η στάση τους ήταν εχθρική και στο Βερολίνο, το 1991, δεν ήρθαν στην συνέντευξη τύπου που έδωσα, δεν ήρθαν σε καμιά προβολή της ταινίας, ούτε στην απονομή των βραβείων, όπου μια ελληνική ταινία πήρε το πρώτο βραβείο. Θα αδικούσαμε όμως τους κριτικούς. Θα έλεγα, γενικά, ότι προσπαθούν να σπρώξουν τον κόσμο να δει ελληνικές ταινίες. Αυτό που θα μπορούσα να τους καταλογίσω, βγάζοντας την προσωπική μου περίπτωση, που δεν ξέρω που οφείλεται αυτό, θα έλεγα ότι θα έπρεπε να βλέπουν πιο κριτικά τον ελληνικό κινηματογράφο και όχι να λένε στον θεατή, «ελληνική είναι πηγαίνετε να τη δείτε».
Μου θυμίζει αυτό το σλόγκαν «προτιμάτε τα ελληνικά προϊόντα», ενώ πρέπει ο κριτικός να σταθεί κριτικά απέναντι στην κάθε ταινία και να πει στον θεατή ότι αξίζει να την δεις επειδή είναι μια καλή ταινία, όχι επειδή είναι ελληνική. Συμβαίνει να πηγαίνει ο θεατής και βλέπει μια «ελληνική ταινία», γιατί γίνονται και τέτοιες ταινίες, και δεν ξαναπάει να δει ελληνική ταινία. Εγώ μιλάω ως δημιουργός και λέω ότι δεν θέλω καμιά ευνοϊκή μεταχείριση, καμιά αποσιώπηση.
Ο άλλος παράγοντας είναι οι εταιρείες διανομής ταινιών. Προτιμούν να διανέμουν τις ελληνικές ταινίες σε «νεκρές» εμπορικά περιόδους…
Οι ελληνικές ταινίες παίζονται συνήθως στους θερινούς όταν βρέχει και στους χειμερινούς όταν σκάει ο τζίτζικας. Δεν θα έβγαιναν ούτε και τότε οι ελληνικές ταινίες αν δεν υπήρχε η επιστροφή του φόρου, αλλά νομίζω ότι αυτό το θέμα πρέπει να αντιμετωπισθεί πολύ πιο σοβαρά. Αν βγάλεις τρεις ελληνικές ταινίες μία εβδομάδα, έχεις επιστροφή φόρου, πετάει, λοιπόν, μια ελληνική ταινία, ό,τι κι αν είναι, και δεν τον ενδιαφέρει αν θα έρθει θεατής. Νομίζω ότι, τελικά, η επιστροφή του φόρου έγινε για να αναγκαστούν οι αιθουσάρχες να βγάλουν και ελληνικές ταινίες, αλλά, αν γίνεται έτσι, εγώ θα προτιμούσα να καταργηθεί και η επιστροφή του φόρου και όποιος θέλει να βγάζει ταινία κανονικά, γιατί αυτό, όπως γίνεται τώρα, είναι κοροϊδία.
Το Κέντρο Κινηματογράφου πριν ένα χρόνο ανακαίνισε τον κινηματογράφο Άστυ για να παίζονται εκεί ελληνικές ταινίες μέσα στην κινηματογραφική σαιζόν. Πιστεύεις ότι αυτή η ενέργεια μπορεί να οδηγήσει σε μια γκετοποίηση της ελληνικής ταινίας;
Όχι, δεν πρέπει να το βλέπουμε έτσι. Αντίθετα, αν έχει δυνατότητες το Κέντρο να έχει και άλλες αίθουσες για μια καλύτερη στήριξη του ελληνικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου, θα πρέπει να το κάνει. Ίσα-ίσα, εγώ επειδή είχα τον θερινό, την Στέλλα, και δεν το έχω πια, νομίζω ότι πρέπει να επεκταθεί και σε άλλους κινηματογράφους, να προωθηθεί ο ελληνικός και ευρωπαϊκός κινηματογράφος.
Αυτό δεν το λέω με διάθεση γενικά αντιαμερικανισμού, αλλά επειδή ο αμερικάνικος κινηματογράφος καταδυναστεύει τον υπόλοιπο κινηματογράφο, μονοπωλεί την αγορά, αντιμετωπίζεται δύσκολα και, για να υπάρχει ελληνικός κινηματογράφος, χρειάζονται κάποια μέτρα υποστήριξης.
Υπάρχει η αντίληψη ότι οι ελληνικές ταινίες, μετά το 1974, που ασχολήθηκαν με «βαριά» θέματα, έδιωξαν το πλατύ κοινό από τις αίθουσες.
Μερικοί νόμιζαν ότι θα έφτανε ένας κινηματογράφος, στιλ εμπορικού, θα έφτανε να ξαναγίνουν ταινίες, σήμερα, για να ξανάρθει ο κόσμος στις αίθουσες. Αυτό είναι, βέβαια, ανιστόρητο. Δεν μπορεί να συμβεί. Η εποχή έχει βάλει νέα αιτήματα. Το σημερινό κοινό του κινηματογράφου δεν είναι σε καμιά περίπτωση το κοινό της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60. Τότε πήγαινε ο άλλος στον κινηματογράφο για να δει τον Ζαμπέτα ή τον Καζαντζίδη να παίζει μπουζούκι. Η εικόνα δεν ήταν κινηματογραφική. Πήγανε για να γλεντήσει με τέσσερα τραγούδια, γιατί στο κέντρο δεν μπορούσε να πάει, ο κινηματογράφος ήταν μια φτηνή διασκέδαση και η μοναδική διέξοδος που υπήρχε.
Δεν μπορούμε όμως να βάλουμε όλες τις ταινίες σε ένα τσουβάλι. Κάθε ταινία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, ευθύνεται ή δεν ευθύνεται για οτιδήποτε, επικοινωνεί ή δεν επικοινωνεί με το κοινό. Σίγουρα έχουν υπάρξει παρεξηγήσεις. Η βασική παρεξήγηση είναι ότι λέγονται διάφορα πράγματα χωρίς να κατανοούνται. Όπως ο πειραματικός κινηματογράφος. Το πείραμα είναι μια διαδικασία που την κάνεις για να φτιάξεις ένα έργο τελικά. Το πείραμα είναι μια δουλειά που την κάνω για να δω πως θα λειτουργήσουν ορισμένα πράγματα για να κάνω την ταινία μου μετά. Το πείραμα δεν είναι μια δουλειά για να παιχτεί στην αίθουσα.
Η ταινία “Ο ψύλλος”
Το έργο τέχνης εκφράζει μια συγκεκριμένη άποψη, μια ιστορία. Εκεί δημιουργήθηκε μια πολύ μεγάλη σύγχυση. Επίσης το θέμα τι είναι κατανοητό και τι δεν είναι. Μερικά πράγματα χρειάζονται μια προσπάθεια και από τον θεατή για να γίνουν κατανοητά. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο καθένας μπορεί να διαβάζει παραλογοτεχνία και ξαφνικά να πιάσει στα χέρια του Σεφέρη, Ρίτσο ή Καβάφη και να αρχίζει να καταλαβαίνει. Για να καταλάβεις την ποίηση χρειάζεται και μια παιδεία. Δεν φταίει η ποίηση αν το κοινό δεν έχει εξοικειωθεί με αυτήν.
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τον κινηματογράφο. Αυτό δεν σημαίνει ότι νομιμοποιείται ο κινηματογράφος για να χρησιμοποιεί μια γλώσσα δύσκολη που να πρέπει να είναι κλειδοκράτορας ο άλλος για να ανοίξει κάθε καρέ και να γίνεται μαρτύριο μια διαδικασία που θα πρέπει να είναι απόλαυση κατ’αρχήν.
Υπήρχε μια πρόταση, από την Μελίνα Μερκούρη, να μπει η τέχνη στα σχολεία. Πιστεύεις ότι αυτό θα βοηθούσε για να μπορεί ο θεατής να καταλαβαίνει πιο εύκολα τα «κλειδιά» της τέχνης;
Η τέχνη πρέπει να μπει στα σχολεία, είναι γεγονός. Αλλά, η αποστολή της τέχνης δεν είναι μόνο να ευαισθητοποιεί. Η τέχνη χρησιμεύει και σαν γνωστική διαδικασία. Μέσω της τέχνης μπορούμε να γνωρίσουμε καλύτερα τον κόσμο, μπορούμε να αποκτήσουμε αυτοσυνειδησία και κριτική σκέψη, ένα πράγμα που πρέπει να κάνει το σχολείο. Είναι υποχρέωση του σχολείου να το κάνει αυτό. Η παιδεία δεν μπορεί να μείνει όπως ήταν πριν 400 και 500 χρόνια. Η παιδεία πρέπει να εκσυγχρονιστεί. Είναι αναγκαία πια μια εκπαιδευτική επανάσταση. Το σχολείο είναι ξένο, κάνει τον μαθητή να θεωρεί τη μάθηση, όχι μόνο αγγαρεία, αλλά τυραννία.
Έχουν γίνει κάποιες προβολές ταινιών που απευθύνονται σε παιδιά, όπως «Το δέντρο που πληγώναμε», του Δήμου Αβδελιώδη, αλλά και σε μεγάλους, προβολές για μαθητές. Σου έχει γίνει κάποια πρόταση για να προβάλλεις την ταινία σου, «Ο ψύλλος», σε τέτοιες εκδηλώσεις;
Κατ’αρχήν πρέπει να πω ότι στο εξωτερικό, σε πολλές χώρες, κυρίως της Ευρώπης, ακόμη και στο Ιράν και στην Ινδία, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τους υπεύθυνους των χωρών αυτών για τον κινηματογράφο που απευθύνεται στα παιδιά και στους νέους. Στη Γαλλία υπάρχουν πάρα πολλές αίθουσες που προβάλλουν ταινίες για παιδιά και νέους, όπως και στη Γερμανία κ.λπ. Υπάρχουν εταιρείες που παράγουν τέτοιες ταινίες, υπάρχουν ζώνες προγραμμάτων στην τηλεόραση, όπου υπάρχει αυστηρός έλεγχος. Υπάρχουν Κέντρα Κινηματογράφου που παράγουν τέτοιες ταινίες.
Η ταινία “Η μαυρομάτα”
Εδώ, επειδή είναι δύσκολο να δημιουργηθεί τέτοιο Κέντρο Κινηματογράφου, πρότεινα δύο φορές στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να δώσει μια βαρύτητα σε αυτόν τον τομέα. Ακόμη δεν έχει γίνει τίποτε. Πιστεύω ότι μέσα στο Κέντρο πρέπει να δημιουργηθεί ένα τμήμα που, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, να ασχοληθεί και με αυτόν τον τομέα που λέγεται κινηματογράφος για τα παιδιά και τους νέους.
Όσον αφορά την δική μου ταινία, κινήθηκε μέσα από αυτό το κύκλωμα και έχω όλα αυτά τα στοιχεία και είμαι έτοιμος να τα δώσω σε οποιονδήποτε φορέα μου τα ζητήσει. Έτσι αυτές οι ταινίες μπορούν να κινηθούν εκτός Ελλάδας. Τα σύγχρονα σχολεία, στο εξωτερικό, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια επαφή με άλλους πολιτισμούς, κάτι που διώχνει τα παιδιά από τον ρατσισμό. Στη Δράμα είδαμε τέτοιου είδους ταινίες, όπως αυτή του Ταραβήρα, το «Κουκλόσπιτο», όπου φαίνεται ο ρατσισμός και τα αποτελέσματά του μέσα από την ταινία.
Τα μελλοντικά σου σχέδια ποια είναι;
Έχω κάνει ένα ντοκιμαντέρ που ξεκινάει, με αφορμή τη σταφίδα, προσπαθεί να εξηγήσει τι ρόλο έπαιξε αυτό το προϊόν στην ανάπτυξη της σύγχρονης Ελλάδας. Είναι σχεδόν ένα ιστορικό και λαογραφικό ντοκιμαντέρ. Έχω κάνει μια πρόταση για ένα σενάριο ταινίας μυθοπλασίας στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Τα γυρίσματα ελπίζω να αρχίσουν την άνοιξη και να ενταχθεί στο πρόγραμμα Νέα Ματιά.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εξόρμηση την Κυριακή 8 Ιανουαρίου 1995.
Διαβάστε τις συνεντεύξεις που έχουμε δημοσιεύσει
Περισσότερα για τον Δημήτρη Σπύρου
Σεπ 20, 2025 0
Σεπ 14, 2025 0
Αυγ 13, 2025 0
Ιούλ 27, 2025 0
Οκτ 06, 2025 0
Ιούν 09, 2017 138
Οκτ 12, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Νοέ 13, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Μαρ 08, 2014 2
Οκτ 16, 2025 0
Οκτ 06, 2025 0
Σεπ 26, 2025 0
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη