Οκτ 27, 2025 Κινηματογράφος 0
Ο Γιάννης Οικονομίδης συνομιλεί με τον Γιάννη Φραγκούλη*
Ο Γιάννης Οικονομίδης, σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, που έτυχαν της αναγνώρισης από το κοινό, πρόσφατα μεταπήδησε στις ταινίες μεγάλου μήκους γυρίζοντας ένα πολύ καλό ντοκιμαντέρ, «Μόνο μυρίζοντας γιασεμί». Κουβεντιάσαμε για τι άλλο… για το ντοκιμαντέρ, αλλά και για την κινηματογραφική κριτική, μια κουβέντα που, αν μη τι άλλο, αφήνει να φαίνεται το μοναχικό πεδίο του ελληνικού κινηματογράφου, η ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα.
Θα ήθελα να μας μιλήσεις για την τελευταία ταινία σου.
Είναι ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Μόνο μυρίζοντας γιασεμί», διαπραγματεύεται τα κρατητήρια, τις φυλακές του γερμανικού φρουραρχείου κατά την περίοδο της κατοχής, 1940-44. Αυτές οι φυλακές, της λεγόμενης Κομαντατούρ, της Κομεντατούρας, όπως την ήξεραν οι παλιοί, βρίσκονται στην οδό Κοραή, στο υπόγειο του κινηματογράφου Άστυ.
Ήταν καταφύγιο πολιτικής άμυνας πριν από τον πόλεμο;
Ναι, αυτές οι φυλακές, πριν από τον πόλεμο, ήταν αντιαεροπορικά καταφύγια που κτίσθηκαν όταν ανεγέρθηκε το μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, ένα τεράστιο κτήριο με υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, τότε, με δύο επίπεδα αντιαεροπορικών καταφυγίων. Με το που μπαίνουν οι Γερμανοί, το 1941, στην Αθήνα, επιτάσσουν το κτίριο και τα υπόγεια του μεγάρου τα κάνουν κρατητήρια.
Όταν ξεκίνησες να κάνεις την ταινία σε ποια κατάσταση βρήκες τον χώρο των κρατητηρίων;
Η κατάσταση είναι πάρα πολύ καλή. Ευτυχώς, όταν έγινε η συντήρηση και η ανάδειξη του χώρου, έγινε πολύ καλή δουλειά και υπάρχουν φοβερά στοιχεία και ντοκουμέντα, διάχυτα σε όλο τον χώρο. Αυτό ήταν που με έλκυσε να πάω εκεί να κινηματογραφήσω, τότε υπήρχε υλικό. Αν πάτε και εσείς εκεί κάτω θα βρείτε τους τοίχους, τα ντουβάρια, τα πατώματα να βρίθουν από πληροφορίες, ονόματα, αντικείμενα που είχαν οι κρατούμενοι τότε, κουτιά από τσιγάρα, κονσέρβες, σπίρτα.
Η ανακαίνιση πότε άρχισε να γίνεται;
Από το 1988 μέχρι το 1990 έγινε, όταν έγιναν επίσημα τα εγκαίνια του χώρου.

Αυτό το θέμα με ποιο σκεπτικό το επέλεξες;
Επισκέφθηκα τον χώρο εντελώς τυχαία κάποια στιγμή και συγκλονίστηκα. Τα οπτικά ερεθίσματα ήταν πάρα πολύ δυνατά και αρκετά ώστε να πάρω την απόφασή μου να κάνω ένα ντοκιμαντέρ με αυτό το θέμα. Παράλληλα με ερέθισε το γεγονός ότι αυτές οι φυλακές βρίσκονται ακριβώς στην καρδιά της πόλης, της σύγχρονης Αθήνας, και ελάχιστοι το ξέρουν, γνωρίζουν την ύπαρξή τους, ενώ καθημερινά χιλιάδες άτομα περνούν από την πλατεία Κοραή. Αυτό με ερέθισε πάρα πολύ και, εδώ φτάνουμε στο γιατί πήρα την απόφαση να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ, γιατί, με αφορμή την Κομαντατούρα, ήθελα να μιλήσω και για την σύγχρονη Ελλάδα, για τη σύγχρονη Αθήνα.
Πιστεύεις ότι ο σύγχρονος Αθηναίος ζει σε κάποιες αόρατες φυλακές;
Ναι, είναι φυλακισμένος, αλλά οι φυλακές είναι δικές του κατασκευές, αυτός είναι υπεύθυνος για τις φυλακές στις οποίες βρίσκεται.
Εννοείς την καθημερινότητα και τον καταναλωτισμό;
Ναι, όλο αυτό το πήγαινε-έλα του τίποτα, τελικά. Τώρα ζούμε μέσα στο τίποτα. Και για αυτό είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ίδιοι και το πληρώνουμε.
Είχες πει ότι ήταν μια αφορμή για να μιλήσεις και για την σύγχρονη Αθήνα και ότι πολύ λίγα ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας μιλούν για την Αθήνα.
Και για τις πόλεις γενικά. Πιστεύω ότι λείπουν οι κινηματογραφικές δουλειές με θεματολογία την πόλη.
Το κοινό πως ανταποκρίθηκε στην ταινία σου; Αντέδρασε θετικά, προβληματίστηκε;
Το κοινό ανταποκρίθηκε θετικά. Με εξέπληξε αυτό. Κατ’αρχήν εκδηλώθηκε ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από τον κόσμο που είδε την ταινία να πάει ο ίδιος να δει τον χώρο, τις φυλακές. Νομίζω ότι αυτό ήταν και το πιο σημαντικό στοίχημα που κέρδισε η ταινία. Έβαλε σε κίνηση κάποιους ανθρώπους για να πάνε να ψάξουν. Και από εκεί μπορούν να οδηγηθούν τα πράγματα αλλού.

Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι ο κινηματογράφος προβληματίζει το κοινό, περνάει κάποιο μήνυμα πολιτικό;
Πάντα κάποια μηνύματα υπάρχουν σε κάθε δημιουργία, τώρα αν αυτά τα μηνύματα είναι πολιτικά ή όχι είναι μια άλλη ιστορία. Στην ταινία μου το πολιτικό στοιχείο δεν ήταν το κυρίαρχο. Το κυρίαρχο στοιχείο στις ταινίες μου είναι η συγκίνηση. Αν σε αυτό του αποδοθεί και πολιτική θέση, τότε ακόμη καλύτερα, γιατί πολλά πράγματα μπορεί να είναι πολιτικά και να μην είναι πολιτικά. Υπό μια διευρυμένη έννοια, τα πάντα είναι πολιτική σήμερα, από τη στιγμή που ζεις σε μια κοινωνία με τόσες προκλήσεις από παντού και εσύ πρέπει να πάρεις μια θέση αισθητική, φιλοσοφική, αφηγηματική, οι επιλογές έχουν σαφώς και μια πολιτική χροιά. Το γιατί επιλέγω να κάνω την ταινία σε φιλμ και όχι σε βίντεο, μέσα σε όλα τα άλλα, είναι μια πολιτική θέση, μια αισθητική θέση παράλληλα.
Το κυριότερο πρόβλημα των ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα είναι η παραγωγή, που θα βρεθούν τα λεφτά.
Δεν υπάρχει πηγή χρηματοδότησης για τα ντοκιμαντέρ.
Το μέλλον του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα πως το βλέπεις;
Δεν νομίζω ότι οτιδήποτε στην Ελλάδα έχει μέλλον, αυτή είναι μια θέση που έχω, έτσι κι αλλιώς το παιχνίδι για το ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα χάθηκε εδώ και πολύ καιρό πριν. Γιατί με δυσκολία μιλάμε στη χώρα μας για κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, αυτό που ξέρουμε, αυτό που ξέρει ο κόσμος και οι ίδιοι οι κινηματογραφιστές ακόμα είναι το λεγόμενο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, ντοκιμαντέρ κατασκευασμένα από την τηλεόραση και για την τηλεόραση, που έχουν μια συγκεκριμένη αισθητική που σίγουρα δεν είναι η αισθητική του κινηματογράφου. Για μένα, τα τελευταία κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ ήταν του Τορνέ, του Μάρου, του Μαυρίκιου, του Κανελλόπουλου, από κει και πέρα το χάος, η τηλεόραση για διάφορες βαρετές, μονότονες εικόνες.
Υπάρχει μια διαμάχη όσον αφορά το βίντεο και τον κινηματογράφο. Ποια είναι η θέση σου;
Δεν είναι θέμα υλικού. Άλλα είναι τα σημαντικά πράγματα. Και με το βίντεο μπορεί να κάνεις σημαντικά έργα, αυτού που μετράει είναι η πρόθεση, η γνώση και το όραμα, να αγαπάς αυτό που κάνεις.

Έχουν πει ότι το βίντεο είναι πιο ψυχρό από τον κινηματογράφο.
Εντάξει, είναι πιο ψυχρό, μια φλεγόμενη ψυχή μπορεί να το ζεστάνει. Είναι πιο ψυχρό με την έννοια ότι το βίντεο είναι ηλεκτρονικό μέσο, το φιλμ είναι χημικό.
Αυτό είναι κάτι που δεν φαίνεται στον θεατή, τουλάχιστον σε αυτόν που δεν είναι τόσο ενημερωμένος.
Πιστεύω ότι η αίσθηση υπάρχει, αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή. Όμως, αυτά δεν έχουν τόση σημασία. Σημασία έχει αυτός που είναι πίσω από την κάμερα.
Το Κέντρο Κινηματογράφου πως συμπεριφέρεται στα ντοκιμαντέρ;
Ό,τι ξέρεις ξέρω, ό,τι βλέπεις βλέπω, ό,τι ακούς ακούω. Από ό,τι βλέπουμε, τα δύο τελευταία χρόνια, ο τομέας του ντοκιμαντέρ λειτουργεί σε επίπεδο γραφειοκρατικό, κάποια λεφτά που είναι για να πάνε για τα ντοκιμαντέρ πάνε στα ντοκιμαντέρ. Από εκεί και πέρα τι παραγωγές έχουν γίνει με αυτά τα λεφτά είναι μια άλλη ιστορία.
Ας μιλήσουμε για την κινηματογραφική παιδεία. Έχεις τελειώσει τη σχολή Χατζίκου. Πως βλέπεις τις κινηματογραφικές σχολές στην Ελλάδα;
Τίποτα! Είναι μια θλιβερή ιστορία. Κάτι παίρνεις, άμα θέλεις να πάρεις. Οι κινηματογραφικές σχολές που υπάρχουν είναι για κλάματα. Ο καθένας μόνος του κάνει ό,τι μπορεί. Στην Ελλάδα όλοι είμαστε αυτοδίδαχτοι. Μόλις βγάλεις τον πρώτο χρόνο, σε μια από τις σχολές, καταλαβαίνεις ότι η μοίρα σου είναι να είσαι αυτοδίδαχτος, να μάθεις με τα δικά σου μέσα.

Θα έβλεπες ότι είναι αναγκαία μια κρατική σχολή κινηματογράφου;
Θα σου φανεί λίγο κακό αυτό που θα πω: Δε νομίζω ότι χρειάζεται μια κρατική κινηματογραφική σχολή. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει παραγωγή για ποιο λόγο να υπάρχει και η υποδομή της; Οι ξένοι που έχουν φοβερή κινηματογραφική παιδεία, παράλληλα έχουν που να διοχετεύσουν αυτόν τον κόσμο, έχουν παραγωγή. Το φαινόμενο «σχολές κινηματογράφου» είναι πρόσφατο φαινόμενο τα τελευταία 30 χρόνια. Παλιά οι κινηματογραφιστές έβγαιναν μέσα από την δουλειά ή ήταν κριτικοί κινηματογράφου ή διάφορα ταλέντα που μάθαιναν τον κινηματογράφο από τις αίθουσες. Οι σχολές έγιναν όταν άρχισε ο κινηματογράφος να γίνεται μια βαρβάτη βιομηχανία.
Δεν θα ήθελα να μιλήσουμε για την κρίση του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά για την κρίση της κινηματογραφικής κριτικής. Υπάρχουν κάποιες φωνές που εναντιώνονται στα «αστεράκια», βαθμολογίες κ.λπ. Πως βλέπεις την κινηματογραφική κριτική στην Ελλάδα;
Για εμένα δεν υπάρχει κινηματογραφική κριτική στην Ελλάδα. Υπάρχει η κριτική της φυλλάδας. Υπάρχουν οι επαγγελματίες κριτικοί, που όλοι πια είναι επαγγελματίες κριτικοί, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά, γιατί είναι μια δουλειά σε βάση καθημερινή που εξυπηρετεί μια εφημερίδα, ένα περιοδικό εβδομαδιαίο και αυτοί οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να γράφουν για τις ταινίες που βγαίνουν κάθε εβδομάδα. Έχουν χάσει την δυνατότητα να επιλέγουν για αυτό που θέλουν να γράψουν! Η κριτική σήμερα είναι ρεπορταζιακού χαρακτήρα. Η έννοια, της κριτικής ανάλυσης του κειμένου, που τελικά αυτό είναι ο πολιτισμός, η λεγόμενη μεταγλώσσα, αυτό δεν υπάρχει.

Υπάρχει όμως μια τάση πολλοί κριτικοί να πολεμάνε δρυμίως τις ελληνικές ταινίες.
Κοίταξε, αυτό όμως είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί όντως η πλειοψηφία των ελληνικών ταινιών είναι τρισάθλιες. Αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανένας. Ο κάθε κριτικός και θεατής τι στάση θα πρέπει να τηρήσει απέναντι σε μια τρισάθλια ελληνική ταινία; Ή θα την θάψει ή θα πει ότι είναι αριστούργημα, που έχει γίνει και αυτό μια εποχή, και ο θεατής θα πάει να την δει και θα αναρωτηθεί: «Τι γίνεται, με κοροϊδεύουν;». Την επόμενη φορά δεν θα πιστεύει αυτό που θα διαβάζει, οπότε ερχόμαστε στον ίδιο παρανομαστή, ο θεατής απομακρύνεται από την ελληνική ταινία. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους. Η κριτική να είναι αντικειμενική.
*Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εξόρμηση, την Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 1994.
Διαβάστε τις συνεντεύξεις που έχουμε δημοσιεύσει
Σχετικά με τον Γιάννη Οικονομίδη
Οκτ 16, 2025 0
Σεπ 20, 2025 0
Σεπ 14, 2025 0
Αυγ 13, 2025 0
Οκτ 20, 2025 0
Οκτ 18, 2025 0
Ιούν 09, 2017 138
Οκτ 12, 2014 2
Μαρ 22, 2014 2
Νοέ 13, 2014 2
Νοέ 09, 2014 2
Μαρ 08, 2014 2
Οκτ 27, 2025 0
Οκτ 20, 2025 0
Οκτ 18, 2025 0
Οκτ 16, 2025 0

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας μας, που συμμετέχει το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
SOTOS, EVERLASTING PAINTER (TRAILER)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ
Email: info@filmandtheater.gr
Τηλ: (+30) 6974123481
Διεύθυνση: Ιωαννίνων 2, 56430, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκη
![]()