Ο Larry ( Woody Allen), ένας έκδοτης βιβλίων, και η προς το παρών άνεργη Carol (Diane Keaton) είναι ένα μεσήλικο ζευγάρι Νεοϋορκέζων. Μια μέρα επιστρέφοντας σπίτι από το γήπεδο συναντάνε, για πρώτη φορά, το ηλικιωμένο ζευγάρι που μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Μετά από λίγες μέρες, όμως, η ηλικιωμένη γυναίκα πεθαίνει από φυσικά αίτια, σύμφωνα με την αστυνομία.
Ωστόσο, η Carol υποψιάζεται τον χαρούμενο χήρο και έτσι μαζί μ’έναν φίλο της ( Alan Alda) ξεκινούν μια ερασιτεχνική έρευνα για να ανακαλύψουν την αλήθεια, αλλά και να καταπολεμήσουν τη ρουτίνα και την πληκτική καθημερινότητα τους. Η ιστορία, όπως επιβάλλεται, δεν έχει μια απλή λύση και στη διαλεύκανση της υπόθεσης θα μπλεχτεί και μια συγγραφέας, πελάτης του Larry ( Anjelica Huston).
Ο αξιοθαύμαστος Allen Stewart Konigsberg, κατά κόσμο Woody Allen, σκηνοθετεί, γράφει και πρωταγωνιστεί σ’ αυτή την κωμωδία του 1993. O χαρακτήρας που υποδύεται πάλι ο γνώριμος νευρωτικός αστός, γεμάτος φοβίες και υπαρξιακές ανησυχίες. Αυτόν τον ρόλο τον ξέρει καλά και όπως κάθε φορά έτσι και εδώ, δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Οι εμφανίσεις των υπόλοιπων ηθοποιών κυμαίνονται σε πολύ καλά επίπεδα, με την Diane Keaton να ξεχωρίζει και να κερδίζει υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα.
Τα χαρακτηριστικά της σκηνοθεσίας του Allen φαίνονται έντονα σ’ αυτήν την ταινία του. Κυριαρχούν τα μεγάλα μονοπλάνα με σχεδόν συνεχή κίνηση της κάμερας, ενώ χρησιμοποιείται αρκετά το ζουμ, μια «ευκολία», που συνήθως αποφεύγεται. Η σύνθεση των κάδρων του Allen είναι σχετικά απλή και έτσι δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο λόγο και τη δράση. Φανερές είναι και οι επιρροές του από άλλους σκηνοθέτες, με κύρια παραδείγματα τους Ingmar Bergman και Orson Welles.
Μπορεί το φιλμ να θεωρείται κωμωδία, αλλά έχει στοιχεία και χαρακτηριστικά παρμένα από πολλά αλλά κινηματογραφικά είδη, όπως θρίλερ, φιλμ νουάρ και περιπέτειες. Το σενάριο είναι του Woody, γι’αυτό και ο χαρακτήρας του έχει τις καλύτερες ατάκες! Δέχτηκε, όμως, και τη βοήθεια της Marshall Brickman, με την οποία συνέγραψε τα σενάρια των διαμαντιών Manhattan και Annie Hall. Μαζί κατάφεραν να δημιουργήσουν μια έξυπνη ιστορία και ένα πραγματικά δυσεπίλυτο μυστήριο, που μπορεί να παρομοιαστεί με μια σκληρή παρτίδα πόκερ. Για άλλη μια φορά, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί την αγαπημένη του τζαζ μουσική, την πόλη της Νέας Υόρκης ως μέλος του καστ και τον ίδιο ως πρωταγωνιστή.
Η ταινία φαίνεται φρέσκια και αυθεντική και παρ’ όλο που δεν φτάνει τα στάνταρ των υπόλοιπων επιτυχιών του. Είναι παραγωγή του 1993 και είχε προταθεί για Χρυσή Σφαίρα, το 1994, για την Diane Keaton, BAFTA, το 1995, για την Anjelica Huston, Cesar, 1994, καλύτερης ξένης ταινίας, και της Ένωσης τον Ιταλών Δημοσιογράφων Κινηματογράφου, το 1994, καλύτερης φωτογραφίας. Αξίζει να τη δείτε στη NOVA Cinema1, την Τρίτη στις 8.55.
DALLAS BYERS CLUB
Γέννημα-θρέμμα Τεξανός, ο Ρον Γούντραφ είναι ηλεκτρολόγος και καουμπόι σε ροντέο που διάγει έκλυτο βίο, χωρίς καμιά έγνοια για την επόμενη μέρα. Το 1985 χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του ξαφνικά, όταν οι γιατροί κάνουν διάγνωση ότι πάσχει από τον ιό HIV και του δίνουν μόνο 30 μέρες ζωής. Όμως, δεν είναι διατεθειμένος να δεχτεί αυτήν τη θανατική ποινή.
Μετά από υπερεντατική έρευνα ανακαλύπτει ότι υπάρχει έλλειψη πιστοποιημένων φαρμάκων και θεραπειών στις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε περνάει τα σύνορα και φτάνει στο Μεξικό, αγνοώντας τις οδηγίες του γιατρού του. Παρ’όλο που είναι ομοφοβικός, ο Ρoν συνασπίζεται με έναν αναπάντεχο σύμμαχο, έναν επίσης οροθετικό τρανσέξουαλ με τον οποίο μοιράζεται το ίδιο πάθος για ζωή. Οι δυο τους διακρίνονται για το επιχειρηματικό τους πνεύμα και ιδρύουν ένα κλαμπ, όπου οι οροθετικοί έχουν πρόσβαση σε φάρμακα με μηνιαία συνδρομή.
Η παρέα μεγαλώνει και ο Ρoν μάχεται όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για θέματα αποδοχής. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάγνωσή του θα ζήσει πιο έντονα από ποτέ. Η παθιασμένη μάχη που έδωσε ένα ομοφοβικό ρεμάλι ονόματι Ρον Γούντραφ στις απαρχές της επιδημίας του AIDS, όταν έμαθε πως κόλλησε τον ιό HIV και του απομένουν 30 μέρες ζωής, για να κρατηθεί και να παλέψει το ισχύον σύστημα, δίνει την ευκαιρία για μια εξίσου παθιασμένη, σχεδόν κολασμένη ερμηνεία στον εντελώς μεταμορφωμένο Μάθιου Μακόναχι.
Ανησυχητικά αδυνατισμένος για να υποδυθεί τον ετοιμοθάνατο, ο Μακόναχι δημιουργεί ένα αξέχαστο ανθρώπινο πορτρέτο, διότι ο Γούντραφ του είναι αμετανόητος μπροστά στον επώδυνο θάνατο, γεμάτος αδυναμίες αλλά και χιούμορ, ένας προσβλητικός ρατσιστής με μηδενιστικά ωχαδελφική κοσμοθεωρία, αλλά με ένα τεξάνικο τσαγανό που αποδεικνύεται εξαιρετικά δραματικό, καθώς τα βάζει με την παντοδύναμη φαρμακοβιοηχανία που προώθησε το AZT και τον αμερικανικό οργανισμό φαρμάκων που τον υιοθέτησε αποκλειστικά, οδηγώντας πολλούς από τους πρώτους ασθενείς σε θάνατο λόγω της λανθασμένα υψηλής δοσολογίας που τους χορηγήθηκε.
Ο Γούντραφ ταξιδεύει μόνος του στο Μεξικό για να βρει εναλλακτικά φάρμακα και τα εισάγει περίπου παράνομα, για να επιβιώσει αλλά και για να μπει στο μάτι όσων επέμεναν στις θεραπείες χωρίς να έχουν πλήρη γνώση για τις παρενέργειες. Άθελά του έγινε σταυροφόρος για εκατομμύρια ανθρώπους στα πρώτα σκοταδιστικά στάδια του AIDS και η ταινία παρακολουθεί στενά την απίστευτη, αλλά αληθινή διαδρομή του. Ο Ζαν Μαρκ Βαλέ σκηνοθετεί με νεύρο και μάτι για τις λεπτομέρειες και τις διακυμάνσεις.
Κάποιοι από τους χαρακτήρες φαίνονται τεχνητοί, σαν κατασκευές που αποκλειστικό σκοπό έχουν να στηρίξουν τη δραματική ανάπτυξη και να βοηθήσουν τον Γούντραφ να προχωρήσει -η σαμαρειτικά καλόκαρδη γιατρός (Τζένιφερ Γκάρνερ), ο γλυκομίλητος, αλλά πουλημένος προϊστάμενός της και ο συγκαταβατικός διώκτης του, που, όλως τυχαίως, σε ένα αχανές Τέξας, ο Γούντραφ πέφτει μόνο επάνω του!
Ο Μακόναχι, στην ερμηνεία της χρονιάς, έχοντας αναρρώσει πλήρως από τις ρομαντικές κομεντί του σωρού και τις τυποποιημένες περιπέτειες, δεν εγκαταλείπει ούτε στιγμή τα κουσούρια και τον ιδιόμορφο ηρωισμό ενός συμφεροντολόγου «παρτάκια» που διέκρινε μια οργανωμένη αδικία και ο Τζάρεντ Λέτο κάνει τη μεγάλη έκπληξη ως τραβεστί με το ψευδώνυμο Ρέγιον, έχοντας, ανάμεσα σε πολλές εντυπωσιακές στιγμές ανδρόγυνου σπιράλ προς τον θάνατο, μια λιτή και συγκλονιστική σκηνή με τον πατέρα του, με την οποία κλειδώνει το φετινό Όσκαρ δεύτερου ρόλου. Θα τη δείτε στο NOVA Cinema1, στις 23.50.